Ειδικότερα, τα τελευταία χρόνια (2003-2006) το μέγεθος (κύκλος εργασιών) της αγοράς Τηλεπικοινωνιών στην Ελλάδα αυξήθηκε με ρυθμό 4%, με κινητήριο μοχλό τις εταιρείες κινητής τηλεφωνίας, όπου ο ρυθμός ανάπτυξης άγγιξε το 9%, σε αντίθεση με τη σταθερή τηλεφωνία που παρουσίασε οριακή μείωση 2%. Κάμψη της τάξεως του 1% παρουσίασαν και τα μικτά κέρδη του κλάδου, εξαιτίας της συνεχιζόμενης αδυναμίας των εναλλακτικών παρόχων να επιτύχουν κερδοφορία, αλλά και της ζημιογόνας απόδοσης του ΟΤΕ κατά το 2005. Ενδεικτικό της περιορισμένης ανάπτυξης της κερδοφορίας αποτελεί και το γεγονός ότι το μέσο έσοδο ανά πελάτη (ARPU) παρέμεινε σχεδόν σταθερό.
Σημαντικά δείγματα κορεσμού παρατηρούνται στη σταθερή και την κινητή τηλεφωνία, όπου τα επίπεδα διείσδυσης αγγίζουν ή και ξεπερνούν το 100%. Στον αντίποδα, οι ευρυζωνικές συνδέσεις, οι οποίες το 2007 ξεπέρασαν τις 1.000.000, εξακολουθούν να παρουσιάζουν σημαντική ζήτηση και αναμένεται φθάσουν το 2009 το 1.7 εκατ., ενώ και η παροχή ευρυζωνικών υπηρεσιών μέσω των κινητών τηλεφώνων εκτιμάται πως θα αυξηθεί σε μικρό βαθμό, υπό την προϋπόθεση πως θα μειωθούν οι τιμές.
Σύμφωνα με τα συμπεράσματα της μελέτης της KANTOR, o κλάδος της σταθερής τηλεφωνίας χαρακτηρίζεται από έντονη παρουσία εναλλακτικών παρόχων που πραγματοποιούν επενδύσεις προκειμένου να μειώσουν την εξάρτησή τους από τον ΟΤΕ, γεγονός που έχει ως αποτέλεσμα την απώλεια μεριδίου για τον ΟΤΕ, ο οποίος το 2006 κατείχε το 82% της αγοράς σταθερής τηλεφωνίας, από 97% το 2002.
Με στόχο την ενίσχυση του ανταγωνισμού σε επίπεδο υπηρεσιών προς όφελος των καταναλωτών, το 2007 ο ρυθμιστικός φορέας της αγοράς, η ΕΕΤΤ, επέλεξε να επαναπροσδιορίσει το μοντέλο της αγοράς, οδηγώντας τις εταιρίες από την μεταπώληση υπηρεσιών στον ανταγωνισμό μέσω επενδύσεων σε υποδομές.
Η διαρκώς αυξανόμενη τάση για αντικατάσταση της σταθερής από την κινητή τηλεφωνία αποτυπώθηκε έντονα το 2007, καθώς ο ανταγωνισμός μεταξύ των τριών μεγάλων εταιρειών παρέμεινε ισχυρός, με την Cosmote να ηγείται της αγοράς και τις Vodafone και Wind να ακολουθούν χωρίς να απέχουν σημαντικά μεταξύ τους.
Κύριοι φορείς ανάπτυξης παραμένουν οι υπηρεσίες φωνής και τα γραπτά μηνύματα, ενώ οι υπηρεσίες δεδομένων και 3G εμφανίζουν, όπως είχε προβλέψει η KANTOR σε προηγούμενη επισκόπηση του κλάδου (2003), μικρή διείσδυση, αποτελώντας μόνο το 18% του συνολικού μέσου εσόδου ανά πελάτη (ARPU).
Παρά την κάμψη που παρατηρήθηκε σε παγκόσμιο επίπεδο στον τομέα των Εξαγορών και των Συγχωνεύσεων στον κλάδο των Τηλεπικοινωνιών το 2007, όπου ηη συνολική τους αξία κατήλθε στο ποσό των 142,2 δις ευρώ, μειωμένη κατά 40% σε σχέση με το 2006, στην ελληνική αγορά πραγματοποιήθηκαν τρεις ιδιαίτερα σημαντικές συμφωνίες συνολικού ύψους 6,4 δις ευρώ (εξαγορά Cosmote από ΟΤΕ, εξαγοράTellas και TIM Hellas από Wind) που άλλαξαν δραστικά το ανταγωνιστικό πεδίο. Η τάση για εξαγορές και συγχωνεύσεις αναμένεται να συνεχιστεί στην Ελλάδα, καθώς το μικρό μέγεθος της αγοράς και ο σημαντικός αριθμός παρόχων σε συνδυασμό με το αυξημένο κόστος του κεφαλαίου, θα δημιουργήσουν περαιτέρω οικονομική πίεση στις μικρότερες εταιρείες.
Σε ότι αφορά τις κύριες προοπτικές του κλάδου οι υπηρεσίες φωνής, θα συνεχίσουν να αποτελούν τον κύριο φορέα εσόδων για τις εταιρείες τηλεπικοινωνιών, ενώ σημαντικές επενδύσεις σε Τεχνολογίες και Δίκτυα Νέας Γενιάς θα επιτρέψουν την παροχή καινοτόμων υπηρεσιών. Η σύγκλιση σταθερής και κινητής τηλεφωνίας θα αποτελέσει τη βασική τάση των επόμενων χρόνων, ενώ ο σημαντικός κορεσμός της ελληνικής αγοράς θα απαιτήσει την επέκταση σε νέες αναπτυσσόμενες αγορές του εξωτερικού.
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο reporter.gr