Στα συμπεράσματα της ανάλυσης τονίζεται ότι η βιωσιμότητα της δημοσιονομικής θέσης της χώρας θα βελτιωθεί περαιτέρω μέσω της παροχής ενός νέου πακέτου ελάφρυνσης του ελληνικού δημοσίου χρέους από τους επίσημους δανειστές (OSI), θέμα για το οποίο οι επίσημες διαβουλεύσεις αναμένεται να ξεκινήσουν μετά την ολοκλήρωση της τρέχουσας αξιολόγησης του ελληνικού προγράμματος προσαρμογής.
Σύμφωνα με προγενέστερες μελέτες μας, το εν λόγω πακέτο αναμένεται να περιλαμβάνει: α) σημαντική επιμήκυνση του μέσου χρόνου ωρίμανσης των διμερών δανείων που έλαβε η Ελλάδα από τους εταίρους στην ευρωζώνη στο πλαίσιο του 1ου προγράμματος προσαρμογής, β) περαιτέρω μείωση του επιτοκίου των δανείων αυτών και μετατροπή του από κυμαινόμενο σε σταθερό, και γ) πολυετή περίοδο χάριτος στις πληρωμές τόκων επί των δανείων αυτών.
Τα βασικά συμπεράσματα και οι επισημάνσεις της μελέτης συνοψίζονται ακολούθως:
Προγενέστερες οικονομετρικές μελέτες για τις υφεσιακές επιπτώσεις των προγραμμάτων λιτότητας στην Ελλάδα σε περιόδους μεγάλης συρρίκνωσης της εγχώριας οικονομικής δραστηριότητας εκτιμούν - σε συμφωνία με σειρά άλλων πρόσφατων μελετών στην διεθνή βιβλιογραφία - δημοσιονομικούς πολλαπλασιαστές υψηλότερους της μονάδας.
Λαμβάνοντας υπ’ όψιν το τρέχον επίπεδο του λόγου δημοσίου χρέους-ΑΕΠ της Ελλάδας, η επιβολή μέτρων δημοσιονομικής προσαρμογής μπορεί να οδηγήσει σε άμεση αύξηση του ανωτέρου λόγου εάν ο δημοσιονομικός πολλαπλασιαστής είναι υψηλότερος του 0,5.
Η ανωτέρω εκτίμηση αιτιολογεί, σε μεγάλο βαθμό, την αύξηση (κατά 45,3 μονάδες) του λόγου χρέους-ΑΕΠ της χώρας την περίοδο 2010-2013 παρά την πρωτόγνωρη δημοσιονομική προσαρμογή που συντελέσθηκε την αντίστοιχη περίοδο (βελτίωση 19,4 ποσοστιαίων μονάδων του ΑΕΠ στο κυκλικά προσαρμοσμένο πρωτογενές ισοζύγιο της Γενικής Κυβέρνησης).
Παρά την αρνητική αυτή εξέλιξη, η αποφυγή λήψης δημοσιονομικών μέτρων ή ακόμη και μια πιο σταδιακή / λιγότερο «εμπροσθοβαρής» εφαρμογή του προγράμματος δημοσιονομικής προσαρμογής τα τελευταία 4-5 έτη θα οδηγούσε σε εκρηκτική αύξηση του λόγου δημοσίου χρέους-ΑΕΠ ή, στην καλύτερη περίπτωση, σε σταθεροποίηση του λόγου σε σημαντικά υψηλότερα επίπεδα από τα υφιστάμενα.
Τα αποτελέσματα της άσκησης προσομοίωσης της εν λόγω μελέτης υποδηλώνουν, μεταξύ άλλων, ότι η κατά το ήμισυ υλοποίηση ή η μη υλοποίηση του υφιστάμενου προγράμματος δημοσιονομικής προσαρμογής θα οδηγούσε το λόγο δημοσίου χρέους-ΑΕΠ της Ελλάδας σε επίπεδα μεταξύ 185% και 250% το 2020 και μεταξύ 215% και 360% το 2030, ακόμα και υπό την (ιδιαίτερα αισιόδοξη) υπόθεση ότι, και στην περίπτωση αυτή, η χώρα θα τύγχανε: α) επαρκούς χρηματοδότησης με ιδιαίτερα ευνοϊκούς όρους από τους δανειστές του επίσημου τομέα, και β) επιπλέον ελάφρυνση του δημοσίου χρέους από μέτρα που έχουν ήδη ληφθεί (PSI+, πρόγραμμα επαναγοράς ομολόγων κ.α.).
Τα ανωτέρω επίπεδα συγκρίνονται με σχετικό (αναθεωρημένο) στόχο του προγράμματος προσαρμογής για μείωση του λόγου χρέους-ΑΕΠ στο 125% περίπου το 2020 (και 112% το 2022) καθώς και εκτίμησής μας για περαιτέρω υποχώρησή του στο 82% του ΑΕΠ περίπου το 2030, βάσει του υφιστάμενου μακροοικονομικού σεναρίου.
Σημειώνεται τέλος ότι, σε συμφωνία με τη διεθνή βιβλιογραφία, η παρούσα μελέτη προσδιορίζει το μέγεθος της δημοσιονομικής προσαρμογής βάσει της ετήσιας μεταβολής του κυκλικά προσαρμοσμένου πρωτογενούς ισοζυγίου της Γενικής Κυβέρνησης. Ως εκ τούτου, δεν επιχειρεί αξιολόγηση του εφαρμοζόμενου μείγματος δημοσιονομικής πολιτικής (λ.χ. μισθολογικές περικοπές έναντι αυξήσεων στους φορολογικούς συντελεστές κλπ).
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο reporter.gr