«Από πουθενά δεν προκύπτει ανάγκη για νέα δημοσιονομικά μέτρα το 2014, αφού με τα ήδη ισχύοντα μέτρα το πρωτογενές πλεόνασμα το 2014 μπορεί και πρέπει να είναι μεγαλύτερο από ότι έχει προγραμματιστεί, και, δεύτερον, ότι κανείς δεν μπορεί να εκτιμήσει από σήμερα με κάποια σοβαρότητα ότι θα απαιτηθούν πρόσθετα μέτρα δημοσιονομικής προσαρμογής το 2015 και το 2016, διότι με τα σημερινά δεδομένα ακριβώς το αντίθετο είναι το πιο πιθανό. Επομένως, το να εγείρεται από την Τρόικα θέμα μέτρων από σήμερα για υποτιθέμενη κάλυψη ελλειμμάτων το 2015 και το 2016 το μόνο αποτέλεσμα που μπορεί να έχει είναι ο εκτροχιασμός της οικονομικής, επενδυτικής και καταναλωτικής εμπιστοσύνης, που μόλις φαίνεται να αποκαθίσταται στη χώρα μετά τον Μάιο του 2013 και μάλιστα σε πιο στέρεες βάσεις από ότι σε προηγούμενες περιπτώσεις».
Αυτό αναφέρεται στο εβδομαδιαίο σημείωμα της Alpha Bank για την πορεία της Ελληνικής οικονομίας.
Σε άλλο σημείο της ανάλυσης της Alpha τονίζεται πως, «ήδη, όμως, οι περισσότεροι ξένοι επενδυτές έχουν οι ίδιοι επισκεφθεί την Ελλάδα και παρακολουθούν οι ίδιοι τις εξελίξεις στην ελληνική οικονομία. Δεν επηρεάζονται επομένως (ή επηρεάζονται πολύ λιγότερο) από τις εκθέσεις του ΔΝΤ. Αυτός είναι ο λόγος που το ελληνικό χρηματιστήριο και η αγορά ελληνικών κρατικών ομολόγων σημειώνουν συνεχή και δυναμική άνοδο, παρά το ότι τα καταστροφικά σενάρια για την ελληνική οικονομία παραμένουν στην επικαιρότητα».
Η Alpha προσδιορίζει: α) την ουσιαστική βελτίωση της τρέχουσας οικονομικής κατάστασης στη χώρα με αποτέλεσμα την ταχεία επιβράδυνση της πτώσης του ΑΕΠ το 2013 σε ποσοστό κάτω του -3,7% και την αναμφισβήτητη βελτίωση των προοπτικών ανάκαμψης της οικονομίας της χώρας από το 2014, β) την αξιοσημείωτη περαιτέρω βελτίωση της πορείας της δημοσιονομικής προσαρμογής το 2013, με βάση τα στοιχεία εκτέλεσης του Π2013 στο 9μηνο Ιαν.-Σεπτ.2013, γ) την επίτευξη εντυπωσιακής προόδου σε όλους τους τομείς του προγράμματος διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων, δ) την εντυπωσιακή βελτίωση της διεθνούς ανταγωνιστικότητας της χώρας, καθώς και του θεσμικού και οργανωτικού πλαισίου λειτουργίας της οικονομίας, που την καθιστούν ήδη προνομιακή χώρα εγκατάστασης επιχειρήσεων και προσέλκυσης επενδυτικών κεφαλαίων (εγχώριων και ξένων) σε όλους τους τομείς της οικονομικής δραστηριότητας.
«Τα ανωτέρω έχουν γίνει ήδη αντιληπτά και σε μεγάλο βαθμό αποδεκτά από τους επενδυτές διεθνώς, οι οποίοι τους τελευταίους μήνες τοποθετούν σημαντικά επενδυτικά κεφάλαια στη χώρα. Αποτέλεσμα της μεγάλης εισροής κεφαλαίων ήταν η άνετη ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών από τον ιδιωτικό τομέα και στη συνέχεια οι εντυπωσιακές εξελίξεις στις αγορές ελληνικών κρατικών ομολόγων και στο ελληνικό χρηματιστήριο. Οι θετικές αυτές εξελίξεις δεν φαίνεται να λαμβάνονται υπόψη από τα στελέχη της Τρόικας και από πολλούς εγχώριους αναλυτές», αντιθέτως διακινούνται «παντελώς αστήρικτα σενάρια».
Εurobank
Η Διεύθυνση Τρέχουσας Οικονομικής Ανάλυσης & Έρευνας Διεθνών Κεφαλαιαγορών της Eurobank δημοσίευσε σήμερα τη νέα έκδοση του περιοδικού της δελτίου Greece Macro Monitor με τίτλο «Γιατί ένα νέο πακέτο οριζόντιων δημοσιονομικών μέτρων θα αποδεικνυόταν ενδεχομένως αντιπαραγωγικό - Μέρος 2ο». Συγγραφέας της έκθεσης είναι ο Δρ. Πλάτων Μονοκρούσος, επικεφαλής της Διεύθυνσης.
Η παρούσα έκθεση, τονίζει η Eurobank, αποτελεί επέκταση προηγούμενης μελέτης με θέμα: α) τη βιωσιμότητα του ελληνικού δημοσίου χρέους και β) την αναγκαιότητα αποφυγής ενός νέου πακέτου οριζόντιων μέτρων λιτότητας με στόχο την κάλυψη του προβλεπόμενου δημοσιονομικού κενού την περίοδο 2014-2016 . Παράλληλα, επιχειρεί μία πληρέστερη τεκμηρίωση του θέματος, μέσω της σύνοψης των κύριων συμπερασμάτων δύο προγενέστερων εμπειρικών μας ερευνών για τις μακροοικονομικές επιπτώσεις της δημοσιονομικής πολιτικής στην Ελλάδα και της ανάδειξης της σημασίας αυτών στην τρέχουσα συγκυρία.
Το βασικό συμπέρασμα της παρούσας μελέτης, τονίζει η τράπεζα, είναι ότι θα πρέπει να καταβληθεί κάθε δυνατή προσπάθεια με στόχο την αποφυγή: i) νέων μειώσεων σε μισθούς, συντάξεις ή/και δαπάνες του προγράμματος δημοσίων επενδύσεων, και ii) νέων αυξήσεων στους φορολογικούς συντελεστές άμεσων ή έμμεσων φόρων, πέραν των δημοσιονομικών μέτρων που έχουν ήδη συμφωνηθεί στο πλαίσιο του αναθεωρημένου προγράμματος προσαρμογής. Αντ' αυτού, τα όποια δημοσιονομικά κενά προκύψουν την επόμενη τριετία θα πρέπει να καλυφθούν με μέτρα διαρθρωτικού χαρακτήρα, μέσω εντονότερων προσπαθειών για την αναδιάταξη του φοροεισπρακτικού μηχανισμού και την αναδιάρθρωση του ευρύτερου δημόσιου τομέα.
Πέραν των όποιων κοινωνικών επιπτώσεων, ένα νέο πακέτο οριζόντιων μέτρων θα μπορούσε να αποδειχθεί αντιπαραγωγικό, από αμιγώς μακροοικονομική και δημοσιονομική σκοπιά, καθώς οι εκτιμώμενοι (από τις πρόσφατες εμπειρικές μας μελέτες) δημοσιονομικοί πολλαπλασιαστές των δαπανών για μισθούς, συντάξεις ή/και δημόσιες επενδύσεις είναι ιδιαίτερα υψηλοί όταν η οικονομία βρίσκεται σε φάση συρρίκνωσης.
Πιο συγκεκριμένα:
- Η συσταλτική επίπτωση στο ΑΕΠ της Ελλάδας για κάθε 1 ευρώ σύσφιξης της δημοσιονομικής πολιτικής - π.χ. μέσω περικοπής του μισθολογικού κόστους, του προγράμματος δημοσίων επενδύσεων ή/και της δαπάνης για την αγορά άλλων προϊόντων και υπηρεσιών – αυξάνεται με το μέγεθος της συνολικής δημοσιονομικής σύσφιξης και είναι μεγαλύτερη όταν η τελευταία λαμβάνει χώρα σε περιόδους ύφεσης.
- Η συσταλτική επίπτωση στο ΑΕΠ της Ελλάδας για κάθε 1 ευρώ σύσφιξης της δημοσιονομικής πολιτικής εξαρτάται από το μείγμα και την διάρθρωση της δημοσιονομικής προσαρμογής και είναι σημαντικά υψηλότερη όταν η τελευταία στοχεύει στην περικοπή των πρωτογενών δαπανών αντί αύξησης των δημοσίων εσόδων.
- Ενδεικτικά, η δυνητική συσταλτική επίπτωση στο ΑΕΠ της χώρας (fiscal drag) μιας προσαρμογής που στοχεύει σε βελτίωση της πρωτογενούς θέσης της γενικής κυβέρνησης κατά περίπου 3% εκτιμάται ότι μπορεί να ανέλθει σωρευτικά σε 1,89 ευρώ σε βάθος τριετίας, για κάθε 1 ευρώ μείωσης των πρωτογενών δαπανών. Παρόλα αυτά, η εκτιμώμενη συσταλτική επίπτωση εκτιμάται ότι μπορεί να είναι αρκετά μικρότερη (περίπου 0,5 ευρώ σωρευτικά σε βάθος τριετίας για κάθε 1 ευρώ δημοσιονομικής προσαρμογής) όταν η προσαρμογή αυτή στηρίζεται εξ ολοκλήρου σε αύξηση των δημοσίων εσόδων.
- Σημειώνεται ότι το ανωτέρω αποτέλεσμα δεν αποτελεί άμεση προτροπή για περαιτέρω αύξηση των φορολογικών συντελεστών στην Ελλάδα, αφού οι τελευταίοι παραμένουν σε ιδιαίτερα υψηλά επίπεδα σε σχέση με τις υπόλοιπες χώρες της ευρωζώνης. Αντ' αυτού, αποτελεί ισχυρότατο επιχείρημα υπέρ μιας επιθετικότερης πολιτικής στο μέτωπο της αναδιοργάνωσης του φοροεισπρακτικού μηχανισμού και πάταξης της φοροδιαφυγής μέσω μιας συνολικότερης αναδιάρθρωσης του δημόσιου τομέα της χώρας.
- Οι εκτιμώμενοι πολλαπλασιαστές του προγράμματος δημοσίων επενδύσεων είναι ιδιαίτερα υψηλοί, κυρίως όταν η οικονομία βρίσκεται σε φάση βαθιάς ύφεσης, προβάλλοντας ένα ισχυρό επιχείρημα υπέρ μιας επιθετικότερης αύξησης του προγράμματος δημοσίων επενδύσεων στην τρέχουσα συγκυρία.
Σημειώνεται, καταλήγει η τράπεζα, ότι η ερμηνεία των εμπειρικών αποτελεσμάτων που συνοψίζονται στη παρούσα έκθεση χρήζουν ιδιαίτερης προσοχής, λόγω πληθώρας σοβαρών θεωρητικών και τεχνικών δυσκολιών που σχετίζονται με την εκτίμηση των δημοσιονομικών πολλαπλασιαστών. Η εκτίμηση για το μέγεθος της συσταλτικής επίπτωσης των μέτρων δημοσιονομικής προσαρμογής δεν αποτελεί απαραίτητα και πρόβλεψη για την πορεία του ακαθάριστου εθνικού προϊόντος καθώς αυτή μπορεί να επηρεαστεί από πλειάδα άλλων παραγόντων όπως π.χ. η εξέλιξη του επενδυτικού κλίματος και η εμπιστοσύνη των επενδυτών για την δημοσιονομική σταθερότητα μιας χώρας.
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο reporter.gr