Ο φόβος για νέες κρίσεις συνεχίζει να βρίσκεται στο μυαλό των υπευθύνων χάραξης πολιτικής, των επενδυτών και πολλών άλλων ανθρώπων στην κοινωνία. Οι συζητήσεις μαίνονται σχετικά με το τι πρέπει να γίνει για την επίλυση των προβλημάτων χρέους και ποια είναι η κατάλληλη επενδυτική προσέγγιση εντός του παρόντος περιβάλλοντος που ταλανίζεται από τα προβλήματα αυτά. Ένας από τους λόγους που πολλές λύσεις δεν έχουν ακόμη αναδειχθεί αποτελεί το γεγονός ότι τα δύο βασικά συστατικά για αξιόπιστη λήψη αποφάσεων, τόσο από τους φορείς χάραξης πολιτικής όσο και από τους επενδυτές, βρίσκονται σε μεγάλη έλλειψη.
Παρ ' όλες τις πρωτοφανείς εξελίξεις που έχουν λάβει χώρα στην παγκόσμια οικονομία και το χρηματοπιστωτικό σύστημα τα τελευταία χρόνια, πολλοί δυσκολεύονται να αποδεχθούν το πόσο αβέβαιο είναι στην πραγματικότητα το σημερινό περιβάλλον. Ενδεχομένως, αυτό προκύπτει από μια θεωρητική προσέγγιση τόσο της Οικονομικής όσο και της Χρηματοοικονομικής επιστήμης, που μετά βίας αφήνουν περιθώρια για την αβεβαιότητα να υπεισέρχεται στον τρόπο που αναλύεται ο κόσμος γύρω μας.
Η αποδοχή της αβεβαιότητας που ενυπάρχει στην πραγματικότητα, σε σύγκριση με τα μοντέλα που χρησιμοποιούμε, μπορεί να είναι δυσάρεστη ή και ταπεινωτική για κάποιους, αλλά βοηθά στο να διατηρηθεί το μυαλό μας σε εγρήγορση και μας απαγκιστρώνει από τις εδραιωμένες πεποιθήσεις μας. Ως εκ τούτου αποτρέπει την υπερβολική αυτοπεποίθηση ή την ανάληψη υπερβολικού κινδύνου στη βάση μη επαρκώς τεκμηριωμένων πεποιθήσεων.
Παράλληλα με την έλλειψη μιας γνήσιας κατανόησης της αβεβαιότητας, ένα δεύτερο αδύνατο σημείο των φορέων χάραξης πολιτικής και των επενδυτών είναι η έλλειψη προθυμίας να αναγνωρίσουν τα λάθη τους. Αυτή η συμπεριφορά παρατηρείται συχνά από το ξέσπασμα της Χρηματοοικονομικής Κρίσης και έχει προκαλέσει την διατήρηση της κρίσης για μεγαλύτερο χρονικό διάστημα απ' όσο χρειάζεται, ενώ έβλαψε τα χαρτοφυλάκια κάποιων επενδυτών περισσότερο από ότι θα έπρεπε.
Τρία παραδείγματα
Τρία παραδείγματα ξεχωρίζουν υπό το πρίσμα των προαναφερθέντων. Πρώτον, η διάγνωση της κρίσης του ευρώ. Με τον χαρακτηρισμό της ως κρίσης κρατικού χρέους πολλοί υποδεικνύουν ότι οι «λύσεις» θα πρέπει να αναζητηθούν στο στρατόπεδο των δημόσιων οικονομικών και των διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων. Ως αποτέλεσμα, οι προτεινόμενες λύσεις για την αντιμετώπιση της κρίσης, καθώς και οι επενδυτικές στρατηγικές εξαρτώνται σε υπερβολικό βαθμό από τις εξελίξεις στους τομείς αυτούς.
Αυτό παραβλέπει το γεγονός ότι η εισαγωγή του ευρώ προκάλεσε πολύ περισσότερες απρόβλεπτες συνέπειες, από ό,τι υποστήριζαν ακόμη και οι σκεπτικιστές της εποχής της δημιουργίας του. Εκτός των ατελειών αυτού του νομισματικού καθεστώτος (περιορισμένη ευελιξία αντίδρασης σε εξωτερικά σοκ), το ευρώ συνέβαλε από μόνο του στη δημιουργία μεγάλων ανισορροπιών στα ισοζύγια τρεχουσών συναλλαγών των χωρών μελών της νομισματικής ένωσης. Σε συνδυασμό με την υπερβολική μόχλευση στον ιδιωτικό τομέα, οι ανισορροπίες του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών ήταν σε μεγαλύτερο βαθμό η αιτία για την ευρωπαϊκή κρίση παρά η δημοσιονομική κατάσταση των χωρών .
Η τελευταία επιδεινώθηκε σημαντικά μετά την κρίση, δεδομένου ότι αναγκάστηκαν να καλύψουν το κενό που προέκυψε τόσο στη δραστηριότητα όσο και στους ισολογισμούς του ιδιωτικού τομέα της οικονομίας.
Με το να γίνεται λανθασμένη διάγνωση της προέλευσης της κρίσης και με το να μην ακολουθεί κάποια αναθεώρηση της διάγνωσης αυτής στη συνέχεια, οι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής και οι επενδυτές εξακολουθούν να χορηγούν λάθος φάρμακο (συντονισμένη δημοσιονομική λιτότητα) και να δίνουν μικρή σημασία σε σημαντικές πρωτοβουλίες όπως το πρόγραμμα αγοράς κρατικών ομολόγων (OMT) της ΕΚΤ ή να επιδεικνύουν έλλειψη προθυμίας για τη δημιουργία μιας τραπεζικής ένωσης. Αυτή η στάση μετουσιώθηκε σε οικονομική ανάπτυξη πολύ ασθενέστερη από αυτή που προβλεπόταν από τους φορείς χάραξης πολιτικής και σε αγορές με πολύ ισχυρότερες επιδόσεις απ' αυτές που ανέμεναν οι περισσότεροι επενδυτές.
Δύο άλλα παραδείγματα λανθασμένης αντίληψης είναι ότι τα μέτρα λιτότητας θα βελτίωναν την εμπιστοσύνη του ιδιωτικού τομέα και η απλουστευτική υπόθεση ότι η επεκτατική νομισματική πολιτική θα ήταν κατ 'ανάγκην πληθωριστική.
Ο μύθος της λιτότητας
Ο μύθος της λιτότητας στηρίζεται σε μια εξαρχής επισφαλή παραδοχή, καθώς ούτε καν η συμβατική μακροοικονομική θεωρία υποστηρίζει την ιδέα ότι η περιοριστική δημοσιονομική πολιτική επιφέρει οικονομική μεγέθυνση. Επιπλέον σχεδόν όλα τα εμπειρικά στοιχεία, από τότε που η πολιτική λιτότητας εφαρμόστηκε σε μεγάλη έκταση στην Ευρώπη, υποδεικνύουν ότι η εμπιστοσύνη του ιδιωτικού τομέα όχι μόνο δεν ενισχύεται αλλά αντιθέτως υπονομεύεται από αυτή την πολιτική.
Το τρίτο «γεγονός» ότι η ποσοτική επέκταση ή άλλοι τύποι αντισυμβατικών πολιτικών νομισματικής χαλάρωσης οδηγούν πάντα σε πληθωρισμό, αγνοούν την πολυπλοκότητα του μηχανισμού μετάδοσης της νομισματικής πολιτικής σε μια σύγχρονη οικονομία και το ρόλο που διαδραματίζει σε αυτό η ζήτηση και η προσφορά χρήματος. Επίσης, αγνοεί πλήρως τα εμπειρικά στοιχεία για μια δεκαετία που προέρχονται από την Ιαπωνία και που υποδεικνύουν ότι οι πολιτικές αυτές ήταν ανίκανες να ανασύρουν την οικονομία από τον αποπληθωρισμό.
Τα λάθη πολιτικών και οικονομολόγων
Τέλος, όλες οι προβλέψεις ως προς την επιτάχυνση του πληθωρισμού από την εποχή που η Fed υιοθέτησε την πολιτική ποσοτικής επέκτασης στις αρχές του 2009 αποδείχθηκαν ότι ήταν λανθασμένες και πολύ δαπανηρές για τους επενδυτές, οι οποίοι τοποθετήθηκαν με βάση την πρόβλεψη αυτή. Τώρα πλέον η χρεοκοπία αυτής της πεποίθησης υπογραμμίζεται από το γεγονός ότι οι φονταμενταλιστές που αντιτίθενται στην επεκτατική νομισματική πολιτική άλλαξαν την επιχειρηματολογία τους στην προσπάθειά τους να αντισταθούν συνολικά στην εφαρμοζόμενη νομισματική πολιτική.
Δεν είναι πλέον οι φόβοι για τον πληθωρισμό που προβάλλονταν δημόσια, αλλά οι κίνδυνοι "χρηματοπιστωτικής αστάθειας» αποτελούν τη νέα αιτιολόγηση, προκειμένου να αποφύγουν την παραδοχή του λάθους για τις προειδοποιήσεις από την εφαρμογή της επεκτατικής νομισματικής πολιτικής των κεντρικών τραπεζών.
Το αν οι πολιτικοί, οι οικονομολόγοι και άλλοι ειδήμονες είναι διατεθειμένοι να αναγνωρίσουν τα λάθη τους σχετικά με τα θέματα που αναφέρονται παραπάνω, είναι ζωτικής σημασίας για την κοινωνία, καθώς καθορίζουν σε μεγάλο βαθμό τις προοπτικές απασχόλησης και τη συνολική ευημερία. Οι επενδυτές δεν μπορούν να επηρεάσουν άμεσα τα ζητήματα αυτά, τα οποία καθοδηγούνται από τις εκλογές, τη φήμη και τη δημοσιότητα σε περιοδικά και άλλα μέσα ενημέρωσης. Ούτε βοηθάει τους επενδυτές το να εκφράζεται το τι "πρέπει" να πράξουν οι φορείς χάραξης πολιτικής.
Οι επενδυτές πρέπει να αξιολογήσουν το τι "θα" συμβεί, καθώς η ευθύνη τους είναι να επιτύχουν ελκυστικές αποδόσεις στα χαρτοφυλάκια που διαχειρίζονται. Μόνο με τον τρόπο αυτό μπορούν να φροντίσουν αποδοτικά τις αποταμιεύσεις των ανθρώπων και των ιδρυμάτων για τους οποίους επενδύουν. Για να μπορέσουν να το κάνουν αυτό, είναι απαραίτητη μια ανάλυση του τρέχοντος επενδυτικού περιβάλλοντος που να βασίζεται στην πραγματικότητα και να είναι ευέλικτη. Υπό την έννοια αυτή, όπως και με την ανάλυση άλλων πολύπλοκων συστημάτων, ο τρόπος που χρησιμοποιούσε ο Δαρβίνος προκειμένου να αξιολογήσει την μελλοντική εξέλιξη παρέχει μία πολύ σημαντική διδαχή: "δεν είναι το ισχυρότερο από τα είδη που επιβιώνει, ούτε το πιο έξυπνο. Είναι αυτό που προσαρμόζεται καλύτερα στις αλλαγές ".
Οι κίνδυνο στο σενάριο της ανάκαμψης
Προφανώς, θα ήταν σπουδαίο, αν αυτή η επίγνωση, παράλληλα με την επίτευξη ικανοποιητικών αποδόσεων από τους επενδυτές, αποτελούσε ένα φάρο για τους υπεύθυνους χάραξης πολιτικής μέσα στο σκοτάδι. Και, με την αναγνώριση της αβεβαιότητας γύρω μας, γίνεται σαφές ότι το βασικό μας σενάριο για μία σταδιακή ανάκαμψη της παγκόσμιας οικονομίας περιβάλλεται όχι μόνο από κινδύνους καθοδικών αναθεωρήσεων αλλά και ανοδικών.
Χωρίς να αγνοούμε ασφαλώς τους σοβαρούς πτωτικούς κινδύνους που απορρέουν κυρίως από τις αναδυόμενες αγορές (αναταραχή στις αγορές, κοινωνική αναστάτωση, μεταβαλλόμενα οικονομικά μοντέλα), σημαντικές ανοδικές εκπλήξεις είναι επίσης πιθανές στην περίπτωση που οι ιθύνοντες χάραξης πολιτικής είναι σε θέση να μάθουν από τα λάθη τους και να προσαρμοστούν στην πραγματικότητα. Οι προοπτικές ανάπτυξης θα επωφελούνταν από τη στήριξη της ζήτησης στις ανεπτυγμένες αγορές και από μεταρρυθμίσεις από την πλευρά της προσφοράς στις αναδυόμενες αγορές και αν βλέπαμε αποδείξεις επ' αυτού θα αναλαμβάναμε περισσότερο κίνδυνο στα χαρτοφυλάκια μας και θα ενισχύαμε τις θέσεις μας σε επενδυτικά στοιχεία αναδυομένων αγορών.
Δεδομένου ότι το τελευταίο, εξ ορισμού, δεν αποτελεί το βασικό μας σενάριο δεν κινούμαστε (ακόμη) προς αυτή την κατεύθυνση. Σήμερα έχουμε στηρίξει την κατανομή των χαρτοφυλακίων μας στην παραδοχή μιας πιο ήπιας ανάκαμψης της παγκόσμιας ανάπτυξης και μίας σταδιακής στροφής από τα διαθέσιμα και τις επενδύσεις σταθερού εισοδήματος (στα οποία τηρούμε μειωμένες θέσεις) σε επενδύσεις υψηλού κινδύνου, όπως οι μετοχές και στην αγορά real estate (όπου έχουμε αυξημένες θέσεις). Όταν το περιβάλλον αλλάξει, θα προσαρμόσουμε το σκεπτικό μας και την κατανομή των χαρτοφυλακίων μας. Ας ελπίσουμε ότι δεν είμαστε μόνοι σε αυτό το μονοπάτι.
Valentijn van Nieuwenhuijzen
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο reporter.gr