Σύμφωνα με τα όσα σημειώνονται στην εν λόγω έκθεση, το νέο δημοσιονομικό πακέτο αποτελεί δέσμευση της Ελλάδας στα πλαίσια του 2ου προγράμματος διάσωσης που υπέγραψε η χώρα με τους επίσημους δανειστές της και η έγκρισή του από το Ελληνικό Κοινοβούλιο θεωρείται προαπαιτούμενο για την εκταμίευση της επόμενης δόσης χρηματοδότησης.
Η Διεύθυνση Οικονομικών Μελετών και Προβλέψεων της Eurobank της οποίας προΐσταται ο Οικονομικός Σύμβουλος του Ομίλου, Καθηγητής Γκίκας Χαρδούβελης- εξέδωσε σήμερα το τέταρτο τεύχος του έβδομου τόμου της περιοδικής έκδοσης Οικονομία και Αγορές. Στο τεύχος αυτό φιλοξενείται μελέτη του Δρ. Πλάτων Μονοκρούσου, Βοηθού Γενικού Δ/ντη και Επικεφαλής της Δ/νσης Τρέχουσας Οικονομικής Ανάλυσης της Eurobank και του καθηγητή Δημήτρη Θωμάκου, Καθηγητή Τμήματος Οικονομικών Επιστημών & Επιστημονικού Σύμβουλου Διεύθυνσης Διεθνών Επενδυτικών Συμβουλευτικών Υπηρεσιών της Eurobank με τίτλο: “ Fiscal multipliers in deep economic recessions and the case for a 2-year extension in Greece’s austerity programme’’ «Δημοσιονομικοί πολλαπλασιαστές σε περιόδους βαθιάς ύφεσης και οφέλη από μια 2-ετή επιμήκυνση του νέου προγράμματος λιτότητας».
Προγενέστερες θεωρητικές και εμπειρικές έρευνες για τις επιπτώσεις της δημοσιονομικής πολιτικής στο ακαθάριστο εθνικό προϊόν (ΑΕΠ) ή άλλους μακροοικονομικούς δείκτες έχουν δείξει ότι το εκτιμώμενο μέγεθος, και σε ορισμένες περιπτώσεις, το πρόσημο του δημοσιονομικού πολλαπλασιαστή μπορεί να μεταβάλλεται με το πέρας του χρόνου σε συνάρτηση με την εξέλιξη των γενικότερων μακροοικονομικών συνθηκών. Σημειώνεται ότι δημοσιονομικός πολλαπλασιαστής ορίζεται η μεταβολή του ΑΕΠ (ή κάποιου άλλου μακροοικονομικού δείκτη) ως αποτέλεσμα μιας μοναδιαίας μεταβολής των εσόδων ή των πρωτογενών δαπανών της κυβέρνησης. Για παράδειγμα, ο πολλαπλασιαστής των πρωτογενών δαπανών της κυβέρνησης είναι 0.7 όταν για κάθε ένα ευρώ περιστολής των δαπανών (πχ. για την αγορά προϊόντων, υπηρεσιών ή τη μισθολογική δαπάνη) το ΑΕΠ της χώρας μειώνεται κατά 0.7 ευρώ (και αντίστοφα).
Σύμφωνα με το προσχέδιο του προϋπολογισμού για το 2013 το οποίο κατατέθηκε στη Βουλή των Ελλήνων στις αρχές Οκτωβρίου, τα νέα μέτρα αναμένεται να έχουν καθαρή συσταλτική επίπτωση 5.34δις ευρώ περίπου στο ακαθάριστο εθνικό προϊόν του επόμενου έτους. Με βάση τις παραδοχές του προσχεδίου του προϋπολογισμού, εκτιμούμε ότι η καθαρή επίπτωση του νέου πακέτου δημοσιονομικών μέτρων στο εγχώριο προϊόν θα είναι περαιτέρω συρρίκνωση του ΑΕΠ κατά περίπου 3δις ευρώ το 2014. Οι ανωτέρω εκτιμήσεις υποθέτουν ένα συγκεκριμένο χρονοδιάγραμμα εφαρμογής του νέου προγράμματος λιτότητας, το οποίο όμως πρέπει να θεωρηθεί προκαταρκτικό και αντικείμενο αναθεωρήσεων κατόπιν της τελικής συμφωνίας μεταξύ κυβέρνησης και τρόικας για το περιεχόμενο και τη δομή του. Ωστόσο, υποδηλώνουν συγκεκριμένες υποθέσεις σχετικά με το μέγεθος των δημοσιονομικών πολλαπλασιαστών, που φαίνεται να μην απέχουν πολύ από τις εκτιμήσεις σειρά προηγούμενων μελετών για την Ελλάδα που έχουν εκπονηθεί από το ΔΝΤ, τον ΟΑΣΑ και άλλους οργανισμούς.
Αλλά, τί θα συνέβαινε εάν το μέγεθος των δημοσιονομικών πολλαπλασιαστών υπό τις παρούσες συνθήκες βαθιάς ύφεσης αποδεικνύονταν πολύ υψηλότερο από αυτό που εκτιμάται από τον επίσημο τομέα; Ποιες θα ήταν οι επιπτώσεις για το εγχώριο παραγόμενο προϊόν και, κατά συνέπεια, τη δυναμική του δημόσιου χρέους και την εξέλιξη των δανειακών απαιτήσεων της κυβέρνησης τα επόμενα χρόνια; Πώς θα μπορούσε μία πιο σταδιακή εφαρμογή των δημοσιονομικών μέτρων να επηρεάσει την εγχώρια οικονομία και τη δυναμική του χρέους, σύμφωνα με ένα σενάριο που θα προέβλεπε 2-ετή επιμήκυνση της χρονικής περιόδου εφαρμογής του νέου δημοσιονομικού προγράμματος; Τέλος, τί εξηγεί το γεγονός ότι ο ρυθμός συρρίκνωσης του ΑΕΠ της χώρας έχει επανειλημμένα αποδειχθεί υψηλότερος των επίσημων προβλέψεων, κατόπιν της υπογραφής του 1ου πακέτου διάσωσης το Μάιο του 2010;
Η παρούσα μελέτη επιχειρεί να προσφέρει απαντήσεις στα ανωτέρω και άλλα συναφή ερωτήματα, παρουσιάζοντας δύο διαφορετικές εμπειρικές μεθοδολογίες για την εκτίμηση των δημοσιονομικών πολλαπλασιαστών στην Ελλάδα σε περιόδους οικονομικής ανάπτυξης και ύφεσης. Οι εκτιμήσεις μας φαίνεται να τεκμηριώνουν τα αποτελέσματα ορισμένων πρόσφατων εμπειρικών μελετών οι οποίες εκτιμούν σημαντικά υψηλότερους δημοσιονομικούς πολλαπλασιαστές σε συνθήκες ύφεσης από ότι σε περιόδους οικονομικής ανάπτυξης. Ωστόσο, η μελέτη μας περιλαμβάνει μια σειρά από νέα ενδιαφέροντα στοιχεία, που σχετίζονται όχι μόνο με τις χρονοσειρές δεδομένων και τις μεταβλητές που χρησιμοποιεί, αλλά και με πολλές από τις αμιγώς τεχνικές πτυχές της.
Ειδικότερα, τα οικονομετρικά υποδείγματα της πρώτης από τις δύο μεθοδολογίες που εφαρμόζονται στην παρούσα μελέτη εκτιμούν δημοσιονομικούς πολλαπλασιαστές για τις πρωτογενείς δαπάνες της κυβέρνησης που δεν αποκλίνουν σημαντικά από αυτούς που έχουν εκτιμηθεί για την Ελλάδα σε παλαιότερες μελέτες του ΟΟΣΑ και άλλων φορέων (δηλαδή, πολλαπλασιαστές στη περιοχή του 0.5). Ωστόσο, οι εκτιμήσεις των υποδειγμάτων της δεύτερης μεθοδολογίας μας - η οποία επιτρέπει μεταβαλλόμενες εκτιμήσεις ανάλογα με την πορεία των γενικότερων συνθηκών στην οικονομία (regime-switching) - υποδηλώνουν στατιστικά σημαντικούς πολλαπλασιαστές για τις πρωτογενείς δαπάνες της κυβέρνησης που φτάνουν το 1,32 σε περιόδους οικονομικής ύφεσης. Τα ευρήματα μας είναι ιδιαίτερα εντυπωσιακά για τις μισθολογικές δαπάνες της κυβέρνησης, όπου οι σχετικοί πολλαπλασιαστές εκτιμάται να φτάνουν μέχρι και 2,35 σε περιόδους ύφεσης και να είναι αρνητικοί (και στατιστικά μη σημαντικοί) σε περιόδους οικονομικής ανάπτυξης.
Με βάση τα ανωτέρω, εξετάζουμε σειρά σεναρίων που αφορούν τη δομή και το χρονοδιάγραμμα εφαρμογής του νέου δημοσιονομικού πακέτου με στόχο την συναγωγή εκτιμήσεων σχετικά με τις δυνητικές επιπτώσεις στο ΑΕΠ, στο δημόσιο χρέος και στις δανειακές ανάγκες της Γενικής Κυβέρνησης. Κάτω από ένα δυσμενές σενάριο που προβλέπει εφαρμογή του νέου δημοσιονομικού πακέτου την περίοδο 2013-2014, παράταση της εγχώριας ύφεσης για δύο ακόμη χρόνια και μέγιστες τιμές των εκτιμώμενων πολλαπλασιαστών υπό συνθήκες ύφεσης, εκτιμούμε ότι η συσταλτική επίδραση των μέτρων λιτότητας στο εγχώριο ΑΕΠ (fiscal drag) θα μπορούσε να είναι μεγαλύτερη κατά δύο και πλέον φορές σε σχέση με τις αντίστοιχες προβλέψεις του προσχεδίου του νέου προϋπολογισμού. Επιπροσθέτως, σύμφωνα με το προαναφερθέν σενάριο, οι συνεπαγόμενες αυξήσεις του δημόσιου χρέους και των δανειακών αναγκών της Κυβέρνησης θα ήταν σημαντικά υψηλότερες από τις παρούσες επίσημες προβλέψεις. Παρόλα αυτά, κάτω από ένα λιγότερο δυσμενές σενάριο που προβλέπει επιμήκυνση δύο ετών (και σταδιακότερη εφαρμογή των νέων μέτρων λιτότητας), καθώς και ταχύτερη σταθεροποίηση της εγχώριας οικονομικής δραστηριότητας, οι καθαρές σωρευτικές απώλειες του ΑΕΠ την περίοδο 2013-2016 λόγω των νέων μέτρων λιτότητας εκτιμάται ότι θα ήταν σχεδόν μισές εκείνων που προβλέπονται στο προηγούμενο (δυσμενές) σενάριο για την περίοδο 2013-2014.
Θα πρέπει να τονιστεί ότι οι ανωτέρω εκτιμήσεις συνάγονται υποθέτοντας όλους τους άλλους παράγοντες σταθερούς (ceteris paribus analysis) και αναφέρονται στην καθαρή επίπτωση της δημοσιονομικής σύσφιξης στο ακαθάριστο εθνικό προϊόν, στην δυναμική του χρέους και στην πορεία των δανειακών αναγκών της κυβέρνησης. Ως αποτέλεσμα, δεν αποτελούν αναγκαστικά προβλέψεις για την πορεία των ανωτέρω μακροοικονομικών μεταβλητών (πχ. ΑΕΠ) καθώς, εκτός από την δημοσιονομική πολιτική, άλλοι παράγοντες μπορεί να επηρεάσουν τη μελλοντική τους εξέλιξη. Για παράδειγμα, ο ρυθμός αύξησης του ΑΕΠ μπορεί να επηρεαστεί, μεταξύ άλλων, από τις μεταβολές του επενδυτικού κλίματος, τις εγχώριες νομισματικές συνθήκες, την εισροή άμεσων ξένων επενδύσεων και τις επικρατούσες εξωτερικές συνθήκες.
Ανεξάρτητα από τις ανωτέρω επισημάνσεις, ερμηνεύουμε τα αποτελέσματα της παρούσας μελέτης ως ένα ισχυρό επιχείρημα υπέρ μιας 2-ετούς επιμήκυνσης του νέου προγράμματος δημοσιονομικής εξυγίανσης, σε συνδυασμό με μία πιο σταδιακή εφαρμογή των νέων μέτρων περιστολής δαπανών και ενίσχυσης των εσόδων. Σημειώνεται ότι μια 2-ετής επιμήκυνση του νέου δημοσιονομικού προγράμματος θα μπορούσε να έχει και άλλες θετικές συνέπειες εκτός των προαναφερθέντων. Μεταξύ άλλων, θα μπορούσε να: (α) ενισχύσει την αξιοπιστία των νέων (αναθεωρημένων) δημοσιονομικών στόχων, και (β) αμβλύνει τους κινδύνους στο μέτωπο της κοινωνικής συνοχής και της πολιτικής σταθερότητας της χώρας, ειδικότερα λαμβάνοντας υπόψιν ότι η επιμήκυνση του νέου δημοσιονομικού προγράμματος (για τουλάχιστον δύο έτη) αποτελεί βασικό στόχο της προγραμματικής συμφωνίας των κομμάτων του κυβερνητικού συνασπισμού της Ελλάδας.
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο reporter.gr