Εκτός του ΣΕΒ συμμετείχαν εκπρόσωποι επιχειρήσεων – μελών του, καθώς και οι Πρόεδροι των θεσμικών Κοινωνικών Εταίρων (ΓΣΕΕ, ΓΣΕΒΕΕ, ΕΣΕΕ,ΣΕΤΕ) και της ΟΚΕ.
Σε μήνυμα που απέστειλε ο Guy Ryder, Γενικός Διευθυντής της Διεθνούς Οργάνωσης Εργασίας (ILO) και το οποίο θα προβλήθηκε στις εργασίες του Συνεδρίου, τόνισε ότι η «συζήτησή σας έρχεται την κατάλληλη στιγμή, όχι μόνο για την Ελλάδα αλλά και για την ΔΟΕ, η οποία γιορτάζει την εκατονταετηρίδα της το 2019 και καθώς εστιάζουμε στο μέλλον αξίζει να υπενθυμίσουμε ότι η σχέση μεταξύ Ελλάδας και ΔΟΕ ήταν ισχυρή και έχει κάνει τη διαφορά σε στιγμές με τη μεγαλύτερη ιστορική σημασία.»
Ο κ. Ryder σημείωσε ότι «ο κόσμος της εργασίας υφίσταται βαθιά αλλαγή και μετασχηματισμό. Πρέπει να κατανοήσουμε τις δυνάμεις της αλλαγής, να προβλέψουμε τις επιπτώσεις τους και να τις διαπλάσουμε για να επιτύχουμε τους στόχους που θέτουμε» και προσθέτει ότι «εάν αποτύχουμε να αναλάβουμε την ευθύνη για την οικοδόμηση του μέλλοντος της εργασίας που θέλουμε –λόγω ατολμίας, αδράνειας ή αντίληψης ιδιωτικού συμφέροντος -τότε είμαστε καταδικασμένοι να υποστούμε το μέλλον που οι άλλοι αποφασίζουν για μας».
Αμέσως μετά πήρε το λόγο ο Πρόεδρος του ΣΕΒ, Θεόδωρος Φέσσας, ο οποίος μεταξύ άλλων ανέπτυξε οκτώ σημεία μίας εθνικής στρατηγικής για την απασχόληση στην Ελλάδα:
1) Πρώτο σημείο: Λύση στην ελληνική κρίση απασχόλησης είναι μία ολοκληρωμένη στρατηγική που θα υποστηρίζει την ανάπτυξη του τομέα διεθνώς εμπορεύσιμων προϊόντων και υπηρεσιών, ο οποίος παράγει, εξάγει και δημιουργεί βιώσιμες θέσεις εργασίας.
Ο τομέας αυτός χρειάζεται, μεταξύ άλλων, και το κατάλληλο πλαίσιο λειτουργίας της αγοράς εργασίας και ρύθμισης των εργασιακών σχέσεων. Όπως συνέβη με την κατάρρευση του ΑΕΠ, έτσι και για την κατάρρευση της απασχόλησης, ευθύνεται κυρίως η αδυναμία του τομέα των μη διεθνώς εμπορεύσιμων αγαθών και υπηρεσιών στην οικονομία μας. Και ήταν δυστυχώς αποτέλεσμα της τεχνητής και παρά φύσιν διόγκωσης, επί σειρά ετών, των μη εμπορεύσιμων, σε βάρος του τομέα των διεθνώς εμπορεύσιμων, ο οποίος έφθασε στο κατώτατο σημείο του, στο 18,7% του ΑΕΠ το 2009. Από την ίδια τη φύση τους, οι επιχειρήσεις που παράγουν τέτοια προϊόντα ή υπηρεσίες είναι εξ ορισμού διεθνώς ανταγωνιστικές, αλλιώς γρήγορα εξαφανίζονται. Αυτός ο τομέας των διεθνώς εμπορεύσιμων, μετά από το κατώτατο σημείο του, δηλαδή το 18,7% του ΑΕΠ το 2009, αρχίζει σταδιακά να αυξάνει και πάλι σαν ποσοστό του ΑΕΠ με τάση να επανέλθει στα προ του 2001 επίπεδα. Ήδη, το 2015 έφθασε στο 22% του ΑΕΠ. (Και από το 32,1% της απασχόλησης το 2009, έφθασε στο 33,6% το 2015). Φυσικά σε απόλυτα μεγέθη υπάρχει στασιμότητα, καθώς βρίσκεται στα ίδια επίπεδα που ήταν πριν την κρίση. Σε κάθε περίπτωση εφόσον διακηρυγμένος στόχος όλων μας είναι η ελληνική οικονομία να μετατοπίσει το κέντρο βάρους της στις εξαγωγές, θα πρέπει και η αγορά εργασίας να υπηρετεί αυτόν τον στρατηγικό στόχο.
2) Δεύτερο σημείο: Η επιστροφή στο καθεστώς εργασιακών ρυθμίσεων που ίσχυε πριν την κρίση είναι μια ανιστόρητη ουτοπία που δεν έχει καμία σχέση με την οικονομική πραγματικότητα της χώρας μας. Πρέπει να το πούμε ξεκάθαρα: Η δύσκαμπτη αγορά εργασίας του 2009 ήταν μέρος του προβλήματος που μας οδήγησε στη χρεοκοπία και όχι μέρος της λύσης. Υποστήριζε μια κλειστή, εσωστρεφή οικονομία, δλδ το αντίθετο από αυτό που έχουμε ανάγκη σήμερα. Επιπλέον ήταν μια αγορά εργασίας που δεν δημιουργούσε καλές θέσεις απασχόλησης για τους μη προνομιούχους, τους νέους, τις γυναίκες και τους outsiders του συστήματος. Πρέπει λοιπόν να είμαστε έτοιμοι να υποδεχτούμε τις διεθνείς καινοτομίες και την οργάνωση της παραγωγικής αλυσίδας, που συνήθως φέρνει μαζί της και νεωτερισμούς στην οργάνωση της εργασίας (πχ τις νέες πλατφόρμες εργασίας στον τουρισμό, τις μεταφορές κλπ). Ασφαλώς χρειαζόμαστε εδώ ισότιμη μεταχείριση των νεωτεριστικών επιχειρήσεων με τις υφιστάμενες – μην ξεχνάμε ότι οι υφιστάμενες επιχειρήσεις σήμερα στηρίζουν την κοινωνία με δουλειές, φόρους και ασφαλιστικές’εισφορές. Αλλά πρέπει να προσέξουμε: Οι νέες δραστηριότητες δεν πρέπει να πνιγούν κάτω από τις πολλαπλές στρώσεις γραφειοκρατικών ρυθμίσεων που έχουν σωρευθεί σε πολλούς παραδοσιακούς κλάδους, χάριν μιας δήθεν ισότιμης μεταχείρισης αλλά στην πράξη ενός πρόσκαιρου και ατελέσφορου συντεχνιακού προστατευτισμού. Αντίθετα – το τεράστιο γραφειοκρατικό βάρος που υπάρχει ακόμη διάσπαρτο παντού στη χώρα πρέπει να ελαφρύνει δραστικά για όλους. Τώρα είναι η ευκαιρία να επανεξεταστούν οι παλαιές ρυθμίσεις για να εντοπίσουμε ποιες από αυτές έχουν σημασία για την προστασία του δημόσιου συμφέροντος, και πως αυτό μπορεί να επιτευχθεί με τον απλούστερο τρόπο στο σημερινό περιβάλλον, χωρίς να εμποδίζεται η καινοτομία που είναι η μόνη εγγύηση για βελτίωση της ευημερίας των εργαζομένων και όλων των πολιτών.
3) Τρίτο σημείο: Ο μόνος τρόπος για την διασφάλιση βιώσιμων θέσεων εργασίας είναι η πορεία των μισθών να συνδέεται και να εξαρτάται από την πορεία της παραγωγικότητας. Η Ελλάδα ούτε μπορεί, ούτε πρέπει, να προσδοκά να επιστρέψει στο 2008, όσον αφορά την δομή της απασχόλησης. Μεταξύ 2008 και 2013 χάθηκαν 900 χιλιάδες θέσεις εργασίας. Αυτή η απώλεια δεν μπορεί να αντιστραφεί με την κυριολεκτική έννοια - οι νέες θέσεις εργασίας δεν μπορούν να δημιουργηθούν εκεί που χάθηκαν οι παλιές, διότι-μεταξύ των άλλων- πολλές από αυτές δεν ήταν βιώσιμες. Θα πρέπει να δημιουργηθούν καινούργιες, σε διαφορετικές δραστηριότητες ,για να καταφέρουν να είναι βιώσιμες. Οι πρωταρχικές πηγές της βιώσιμης οικονομικής ανάπτυξης και απασχόλησης βρίσκονται στους κλάδους που παράγουν διεθνώς εμπορεύσιμα αγαθά και υπηρεσίες, δηλαδή στη μεταποίηση, στον τουρισμό και τις νέες τεχνολογίες. Στους κλάδους αυτούς, οι βελτιώσεις της παραγωγικότητας είναι κεφαλαιώδους σημασίας. Ο παραγωγός, προκειμένου να παραμείνει στην ανταγωνιστική διεθνή αγορά, πρέπει να λειτουργεί μονίμως πλησίον του «τεχνολογικού συνόρου». Είναι ακριβώς αυτές οι επιχειρήσεις, που φέρνουν καλοπληρωμένες δουλειές στη χώρα, δίνουν τη δυνατότητα στους νέους ανθρώπους με υψηλές δεξιότητες και προσόντα να παραμείνουν στην Ελλάδα και, εν συνεχεία, δίνουν προοπτική οργανωμένης και αξιοπρεπούς εργασίας στον ευρύτερο πληθυσμό.
4) Τέταρτο σημείο: Ο κοινωνικός διάλογος, δλδ ο ρόλος των κοινωνικών εταίρων, εργοδοτών και εργαζομένων, είναι κομβικός και πρέπει να διευρυνθεί με άλλα ζητήματα, πέρα και πάνω από το στενό προσδιορισμό του κατώτατου μισθού. Τέτοια ζητήματα είναι το ασφαλιστικό, η εκπαίδευση, η ανάπτυξη του ανθρώπινου δυναμικού και η επιχειρησιακή απόδοση, η υπερφορολόγηση, η επιχειρηματική μεγέθυνση. Όταν σταματήσουμε να ασχολούμαστε εμμονικά μόνο με τον κατώτατο μισθό, τότε θα απογειωθούν και η οικονομία και τα εισοδήματα. Για να διαμορφωθεί και να λειτουργήσει μία στρατηγική όπως την προσδιορίσαμε παραπάνω, χρειάζεται και το κατάλληλο πλαίσιο κοινωνικού διαλόγου. Πρέπει να συζητήσουμε και για αυτό. Μετά την κρίση, αυξάνουν τα παραδείγματα των χωρών που προσπαθούν να δομήσουν το πλαίσιο των συλλογικών διαπραγματεύσεων ώστε να υπάρχει κατάλληλος χώρος για εταιρικό επίπεδο διαπραγμάτευσης. Από τα πιο προωθημένα παραδείγματα είναι οι αλλαγές στο Σουηδικό μοντέλο, που έχουν παρουσιαστεί στο δελτίο του ΣΕΒ της 6ης Οκτωβρίου 2016. Στη Σουηδία, μια χώρα με ισχυρό κοινωνικό κράτος και ανοιχτή οικονομία της αγοράς, ήδη από τα τέλη της δεκαετίας του 1980, έχει καθιερώσει το λεγόμενο < λειτουργικό ισοδύναμο >, εγκαταλείποντας το σύστημα των συλλογικών διαπραγματεύσεων, σε εθνικό επίπεδο, για τον καθορισμό του κατώτατου μισθού. Αν και οι οργανισμοί εργοδοτών και εργαζομένων εξακολουθούν να διαπραγματεύονται σε εθνικό επίπεδο για άλλες, πλην των μισθών, πτυχές των εργασιακών σχέσεων, όπως συμφωνίες για συνταξιοδοτικές ρυθμίσεις, διαδικασίες απολύσεων ή συμμετοχή των συνδικάτων στη διοίκηση των επιχειρήσεων, κ.λπ., η έμφαση για τον καθορισμό των μισθών δίνεται πλέον στο κλαδικό και το επιχειρησιακό επίπεδο. Και αναφερόμαστε σε μια χώρα με υψηλή συνδικαλιστική εκπροσώπηση που αγγίζει το 80%. Στην Ελλάδα η χαμηλή διαμόρφωση της συνδικαλιστικής πυκνότητας (20%), καθώς και η υπερπληθώρα μικρών επιχειρήσεων αναιρεί την οικονομική αποτελεσματικότητα των αναγκαστικών ρυθμίσεων. Η υπερ-ρύθμιση πνίγει την επιχειρηματικότητα τη στιγμή που πρέπει να της αφήσουμε χώρο να αναπνεύσει και να αναπτυχθεί. Το λάθος που κάναμε στην Ελλάδα στην περίοδο των παχιών αγελάδων ήταν ότι σε ένα οικονομικό περιβάλλον με επιχειρήσεις πολύ μικρού μεγέθους και χαμηλής συνδικαλιστικής εκπροσώπησης, πληθωρίσαμε τους μισθούς χωρίς να λαμβάνουμε καθόλου υπόψη την παραγωγικότητα της οικονομίας. Δεν πρέπει να το επαναλάβουμε. Ένα τέτοιο πλαίσιο αποδίδει οφέλη πρωτίστως στους insiders, όσους έχουν δηλαδή εργασία, χωρίς να δημιουργεί όμως ευκαιρίες για τους outsiders, όσους δηλαδή είναι σε αναζήτηση απασχόλησης. Επιπλέον, ανεβάζοντας δυσανάλογα ψηλά τον πήχη των αμοιβών σε σχέση με την παραγωγικότητα, εξωθούμε τη μικρή επιχείρηση -ως αμυντική επιλογή επιβίωσης- να παραμένει μικρή και εκτός της νόμιμης αγοράς εργασίας. Και αυτό, δυστυχώς, συμβαίνει κατά κόρον στην χώρα μας σήμερα .
5) Πέμπτο σημείο: Η υπερ-ρύθμιση όπως και η υπερφορολόγηση, μειώνουν τη διεθνή ανταγωνιστικότητα των μεγαλύτερων επιχειρήσεων και κατ’ επέκταση τη δυνατότητά τους να δημιουργούν νέες θέσεις εργασίας και ταυτόχρονα επιβαρύνουν υπέρμετρα τις μικρές επιχειρήσεις, εξωθώντας πολλές από αυτές στην παραοικονομία ως επιλογή επιβίωσης. Η επιστροφή της ελληνικής οικονομίας σε μια βιώσιμη ανάπτυξη απαιτεί περισσότερη ελευθερία και ευελιξία στην αγορά εργασίας, χωρίς περιττές ρυθμίσεις, αλλά με αποτελεσματικούς ελεγκτικούς μηχανισμούς ώστε να αποφεύγονται οι καταστρατηγήσεις δικαιωμάτων εργαζομένων αλλά και εργοδοτών. Πρέπει να επιδιώξουμε την μεγέθυνση των επιχειρήσεων. Οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις είναι σε όλες τις χώρες η συντριπτική πλειοψηφία ως προς το πλήθος των μονάδων. Όμως οι προοδευμένες οικονομίες και κοινωνίες κάνουν ό,τι μπορούν για να βοηθήσουν την μικρή επιχείρηση να γίνει μεσαία, την μεσαία μεγάλη, και τη μεγάλη να γίνει πολυεθνική. Πρέπει και στην Ελλάδα να αποκτήσουμε αυτή τη νοοτροπία, που αποτελεί κινητήρια δύναμη για την ευημερία. Στη χώρα μας δυστυχώς η γραφειοκρατία, τα φορολογικά και ρυθμιστικά αντικίνητρα τείνουν να κρατούν υπερβολικό αριθμό επιχειρήσεων σε μικρό μέγεθος. Στο σημείο αυτό να θυμίσω ότι όσο μεγαλύτερη είναι μία επιχείρηση, τόσο μεγαλύτερες δυνατότητες έχει να πληρώνει υψηλότερους μισθούς και να προσφέρει ποιοτικότερες θέσεις εργασίας. Με στοιχεία του 2015, σε σύνολο 812.777 επιχειρήσεων, οι πολύ μικρές επιχειρήσεις (με λιγότερο από 10 μισθωτούς) ήταν 787.920 και είχαν κατά μέσο όρο 1,4 υπαλλήλους πλήρους απασχόλησης η καθεμία. Μέσος όρος αποδοχών, όπως τα μετράει το ΙΚΑ: 763 €. Οι μεγαλύτερες επιχειρήσεις ήταν μόνο 24.857 (εκ των οποίων μόλις 391 άνω των 250 ατόμων). Αυτές κατά μέσο όρο απασχολούσαν 35,5 άτομα και πλήρωναν, 1285 ευρώ το μήνα, 69% περισσότερο κατά μέσο όρο. Τι δείχνουν αυτοί οι αριθμοί, για να το πούμε απλοϊκά; Πρώτον, ότι έχουμε υπερσυγκέντρωση πολύ μικρών επιχειρήσεων στην ελληνική οικονομία που πληρώνουν χαμηλούς μισθούς. Και δεύτερον, ότι για να εξαφανίσουμε την ανεργία του ενός εκατομμυρίου συμπολιτών μας και να γίνουμε ταυτόχρονα μια κανονική οικονομία αντίστοιχη των δυτικοευρωπαϊκών, θα χρειαζόμασταν , σε συνθήκες εργαστηρίου , περίπου 15.000 νέες μεσαίες επιχειρήσεις των 50 εργαζομένων και άλλες 1000 μεγάλες επιχειρήσεις των 250 εργαζομένων και όχι 2 επιπλέον εργαζομένους σε 500.000 επιχειρήσεις .
6) Έκτο σημείο: Η Ελληνική οικονομία κινδυνεύει να εγκλωβιστεί, στο πλαίσιο των τεχνολογικών ανακατατάξεων, στις χώρες χαμηλών ειδικοτήτων και μισθών. Σήμερα στο πλαίσιο της 4ης βιομηχανικής επανάστασης, ο ρυθμός μετασχηματισμού της οικονομίας και της εργασίας είναι πολύ ταχύτερος από ό,τι στο παρελθόν. Αντίστοιχα αυξάνονται εκθετικά και οι προκλήσεις της προσαρμογής επιχειρήσεων, εργαζομένων και δημόσιας πολιτικής. Γι’ αυτό και είναι κομβικής σημασίας η μεταρρύθμιση του εκπαιδευτικού μας συστήματος και η προσαρμογή του στις νέες απαιτήσεις που θέτει η οικονομία και στην αγορά εργασίας, με στόχο την αναβάθμιση των δεξιοτήτων του δυναμικού μας. Για να αντιμετωπιστεί αυτή η τάση απαιτούνται ριζικές αλλαγές στο εκπαιδευτικό μας σύστημα, αποτελεσματικότερη διασύνδεση της εκπαίδευσης με την επιχείρηση και βελτίωση των επιδόσεων μας στην ψηφιακή οικονομία.
7) Έβδομο σημείο: Οι ευέλικτες μορφές εργασίας δεν είναι ανάθεμα. Είναι αναγκαίο συμπλήρωμα μιας διαρκώς μεταβαλλόμενης αγοράς εργασίας, και συνδέονται με ευκαιρίες για πρόσθετο εισόδημα και νέες θέσεις απασχόλησης σε μια χειμαζόμενη οικονομία και κοινωνία όπως η Ελληνική. Δεν μπορούν και δεν γίνεται φυσικά αυτές οι ευέλικτες μορφές εργασίας να αποτελούν την κύρια δύναμη για την μείωση της θηριώδους ανεργίας στη χώρα μας. Για να αποτραπεί αυτό χρειαζόμαστε ένα ελκυστικό επιχειρηματικό και επενδυτικό περιβάλλον που θα ευνοεί τη δημιουργία περισσότερων μεσαίων και μεγάλων επιχειρήσεων στη βιομηχανία και τις νέες τεχνολογίες, στους κλάδους δηλαδή που δημιουργούν μόνιμες και καλά αμειβόμενες θέσεις εργασίας.
8) Όγδοο και τελευταίο σημείο: η μεταφυσική άποψη ότι οι τεκτονικές τεχνολογικές αλλαγές δεν αφορούν την Ελληνική αγορά εργασίας, η οποία μπορεί αμέριμνη να αναπολεί την οργάνωση της εργασίας στα πρότυπα του προηγούμενου αιώνα, είναι μια αυταπάτη. Η συζήτηση για το μέλλον της εργασίας στην Ελλάδα και στον κόσμο είναι μία συζήτηση την οποία επιβάλλεται να κάνουμε άμεσα και συντεταγμένα όλοι οι κοινωνικοί εταίροι, αναζητώντας απαντήσεις στα δύσκολα ερωτήματα που τίθενται διεθνώς και απασχολούν το σύγχρονο κόσμο. Για να πάρουμε εποικοδομητική θέση απέναντι στις διεθνείς αλλαγές, αλλά και για να επιλύσουμε τα ιδιαίτερα, δικά μας προβλήματα. Διαφορετικά, για άλλη μια φορά, θα βρεθούμε τελευταίοι και καταϊδρωμένοι να αναρωτιόμαστε μετά από κάποια χρόνια γιατί αδρανήσαμε όταν έπρεπε να πάρουμε τα κατάλληλα μέτρα για να θωρακίσουμε την οικονομία, τους εργαζομένους και τις επιχειρήσεις μας.
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο reporter.gr