Του κ. Δημήτρη Δημητριάδη
Προέδρου της Ευρωπαϊκής Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής (CESE)
Το Μάρτιο του 2000, οι αρχηγοί Κρατών και Κυβερνήσεων της Ε.Ε. συμφώνησαν να καταστήσουν την Ε.Ε. «την περισσότερο ανταγωνιστική και δυναμική οικονομία της γνώσης έως το 2010». Πιο συγκεκριμένα συμφωνήθηκε ότι, για να υλοποιηθεί αυτός ο στόχος, πρέπει να εφαρμοστεί μια καθολική στρατηγική, η οποία θα έχει ως στόχο την προετοιμασία της μετάβασης σε μια οικονομία και σε μια κοινωνία που θα στηρίζονται στη γνώση, με την εφαρμογή καλύτερων πολιτικών για την κοινωνία των πληροφοριών, την έρευνα και την τεχνολογική ανάπτυξη, καθώς επίσης και με την επίσπευση των διαρθρωτικών ρυθμίσεων για την προαγωγή της ανταγωνιστικότητας και των καινοτομιών και με την ολοκλήρωση της εσωτερικής αγοράς.
Παρόλο που σημειώθηκε κάποια πρόοδος με τον εκσυγχρονισμό της ευρωπαϊκής οικονομίας, αυξάνονται οι ανησυχίες ότι η διαδικασία δεν προχωρά αρκετά γρήγορα και ότι δεν πρόκειται να υλοποιηθούν οι φιλόδοξοι στόχοι που έχουν τεθεί. Ιδιαίτερα μετά την ύφεση που παγκοσμίως παρατηρείται και τον πόλεμο που έχει ξεσπάσει στις πρώτες ύλες
Μετά την πρόσφατη λοιπόν επιβράδυνση της παγκόσμιας οικονομίας, οι κυβερνήσεις φαίνονται να διστάζουν να προωθήσουν δύσκολες και μη δημοφιλείς οικονομικές μεταρρυθμίσεις ή να επικεντρώσουν τις δράσεις τους στην αύξηση του εθνικού προϋπολογισμού για την έρευνα και την καινοτομία. Πολλοί οικονομολόγοι ισχυρίζονται ότι αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο η Ε.Ε. έχασε πολύτιμο έδαφος προς όφελος των σημαντικότερων ανταγωνιστών της, των ΗΠΑ και της Ιαπωνίας.
Την ίδια στιγμή η Ελλάδα δεν βελτιώνει την ανταγωνιστικότητα της σε παγκόσμιο επίπεδο διότι υπάρχουν πάρα πολλοί περιορισμοί στην λειτουργία της αγοράς, πάρα πολλοί περιορισμοί στην ελληνική οικονομία. Περιορισμοί, που μέσα στο παγκοσμιοποιημένο περιβάλλον στο οποίο ζούμε δημιουργούν τρομερές αγκυλώσεις στην ελληνική οικονομία.
Πρέπει να δούμε με εντελώς καινούργιο μάτι τις ιδιωτικοποιήσεις και κυρίως να δούμε με καινούργιο μάτι αυτό που συζητείται τώρα στην Ευρώπη και εκφράζεται με τον όρο flexicurity ασφάλεια στην εργασία αλλά και ευελιξία ταυτόχρονα.
Στην Ελλάδα, πρέπει να ασχοληθούμε περισσότερο με τα θέματα του περιβάλλοντος αλλά και με θέματα προστασίας των καταναλωτών, παράγοντες που θα συμβάλλουν σημαντικά στη βελτίωση της ανταγωνιστικότητας.
Το πιο σημαντικό είναι ο τρόπος που υποδεχόμαστε τις ξένες επενδύσεις στην χώρα μας και που μέχρι σήμερα είναι εντελώς εξωπραγματικός. Δημιουργούμε ένα νομοθετικό κανονιστικό πλαίσιο το οποίο αποτρέπει τις άμεσες ξένες επενδύσεις στη χώρα, αλλά και τις ελληνικές επενδύσεις λόγω της εφιαλτικής γραφειοκρατίας αλλά και της αδυναμίας και των αγκυλώσεων των τοπικών κοινωνιών να αντιληφθούν πόσο κρίσιμες για την ανάπτυξή τους είναι οι άμεσες επενδύσεις.
Έτσι λοιπόν, για να αυξήσουμε την ανταγωνιστικότητα, το πρώτο που πρέπει να κάνουμε είναι να αλλάξουμε σημαντικά την δημόσια διοίκηση. Διότι χωρίς αποτελεσματική δημόσια διοίκηση, δεν μπορούμε να αυξήσουμε την ανταγωνιστικότητα, δεν μπορούμε να υποδεχτούμε ξένες επενδύσεις.
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο reporter.gr