Ειδικότερα, και σύμφωνα με την Εθνική, η ελληνική ακτοπλοϊκή αγορά (επιβατηγά-οχηματαγωγά πλοία) αποτελεί μία από τις μεγαλύτερες στον κόσμο. Οι ελληνικές ακτοπλοϊκές εταιρείες διαχειρίζονται το 7% του παγκόσμιου επιβατηγού στόλου, ενώ η Ελλάδα και η Ιταλία είναι οι ευρωπαϊκές χώρες με τη μεγαλύτερη επιβατική κίνηση μέσω ακτοπλοϊκών γραμμών (περίπου 45 εκατ. επιβάτες η καθεμιά) και αθροιστικά καλύπτουν το ½ της συνολικής διακίνησης επιβατών ακτοπλοΐας στην Ευρώπη. Η σημασία της ακτοπλοΐας για την ελληνική οικονομία είναι πολύ μεγαλύτερη από το μέγεθος της, με κύκλο εργασιών που καλύπτει το 0,7% του ελληνικού ΑΕΠ, λειτουργώντας ως κρίσιμος παράγοντας διασύνδεσης των νησιών (των οποίων ο πληθυσμός αυξάνεται) με την ηπειρωτική χώρα και παράλληλα στηρίζοντας έναν από τους σημαντικότερους πυλώνες της οικονομίας μας, τον τουρισμό.
Λειτουργώντας σε ένα περιβάλλον που αντιμετωπίζει σημαντικές προκλήσεις
Με γνώμονα τη ζωτική σημασία του κλάδου, η ακτοπλοΐα αντιμετωπίζει σημαντικές διαρθρωτικές προκλήσεις. Συγκεκριμένα, η ζήτηση ακτοπλοϊκών υπηρεσιών στη χώρα μας χαρακτηρίζεται από τρεις ιδιομορφίες:
- έντονη εποχικότητα,
- υψηλό σταθερό, σε σχέση με το μεταβλητό, κόστος λειτουργίας, και
- παρουσία γραμμών χαμηλής επιβατικής κίνησης και ταυτόχρονης κοινωνικής ανάγκης εξυπηρέτησής τους (το ¼ των γραμμών είναι άγονες).
Επίσης, η προσφορά υπηρεσιών και ο ανταγωνισμός στον κλάδο λειτουργούν υπό την πίεση των εν μέρει αναπόφευκτων στρεβλώσεων μιας μερικώς απελευθερωμένης αγοράς. Οι ρυθμιστικές αρχές επιβάλλουν υποχρεώσεις σε όρους διάρκειας και συχνότητας στην εξυπηρέτηση των δρομολογίων, περιορισμών στο πλήρωμα και οργάνωσης των επιδοτούμενων άγονων γραμμών - υποχρεώσεις ομολογουμένως λιγότερο περιοριστικές σε σχέση με το παρελθόν.
Η ζήτηση από επιβάτες στηρίζεται στον τουρισμό τόσο στο Αιγαίο...
Λόγω της γεωγραφικής θέσης της χώρας μας, η ακτοπλοΐα προσφέρει σημαντικό έργο μεταφορικής σύνδεσης της Ελλάδας με την Ιταλία καθώς και της νησιωτικής με την ηπειρωτική Ελλάδα. Ως εκ τούτου, ο κλάδος περιλαμβάνει δύο αγορές: το Αιγαίο και την Αδριατική, οι οποίες χαρακτηρίζονται από τελείως διαφορετικά μοντέλα λειτουργίας. Όσον αφορά την αγορά του Αιγαίου, η οποία είναι κατά πολύ μεγαλύτερη (18,6 εκατ. επιβάτες σε σχέση με 2,5 εκατ. επιβάτες στην Αδριατική), παρατηρούμε ότι χαρακτηρίζεται από σημαντικές διαφορές επιπέδου ζήτησης ανάμεσα στις γραμμές - σε βαθμό που κάποιες από αυτές δεν είναι δυνατόν να εξυπηρετηθούν χωρίς κρατική επιδότηση.
Αντανακλώντας τη δυναμικότητα του κλάδου, η πορεία της επιβατικής κίνησης είναι σταθερά υψηλότερη από την οικονομική δραστηριότητα στο σύνολο της χώρας. Συγκεκριμένα, παρουσιάζει μέση ετήσια αύξηση της τάξης του 4% κατά την περίοδο 1980-1995, με την αυξητική αυτή τάση να επιταχύνεται στο 6% ετησίως κατά την τελευταία δεκαετία (με έντονες ωστόσο διακυμάνσεις από έτος σε έτος). Σύμφωνα με το οικονομετρικό μας υπόδειγμα, ο ρυθμός ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας και η αύξηση του ρεύματος διεθνών τουριστών ερμηνεύουν σε μεγάλο βαθμό (κοντά στο 90%) την προαναφερθείσα επιτάχυνση της ζήτησης του κλάδου.
... όσο και στην Αδριατική
Στρέφοντας την προσοχή μας στην αγορά της Αδριατικής, παρατηρούμε ότι άνω του 10% της συνολικής επιβατικής κίνησης στη χώρα μας πραγματοποιείται σε γραμμές που συνδέουν ελληνικά λιμάνια με λιμάνια της Ιταλίας. Παρά το χαμηλό της μερίδιο σε όρους διακίνησης επιβατών, η συγκεκριμένη αγορά έχει σχετικά μεγάλη σημασία από πλευράς εσόδων των ναυτιλιακών εταιρειών, λόγω της μεγαλύτερης απόστασης των δρομολογίων (και συνεπώς του υψηλότερου εισητηρίου) αλλά και της σημαντικής συνεισφοράς των φορτηγών. Επίσης, αξιοσημείωτο είναι το γεγονός ότι η επιβατική κίνηση στην Αδριατική σχεδόν τριπλασιάστηκε κατά την περίοδο 1980-2000. Ωστόσο, τα τελευταία χρόνια παρουσιάζει στοιχεία κορεσμού, με την επιβατική κίνηση να περιορίζεται κατά 10% σωρευτικά κατά την περίοδο 2001-2007 (σε αντίθεση με την ανοδική πορεία της ζήτησης στο Αιγαίο). Βάσει των εκτιμήσεων μας,
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο reporter.gr