Όπως αναφέρει ο πρόεδρος της ΕΣΕΕ, οι μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις (ΜμΕ), οι οποίες αντιπροσωπεύουν το 99% του συνόλου των επιχειρήσεων στην ΕΕ, διαδραματίζουν καίριο ρόλο στην οικονομία της. Παρ 'όλα αυτά, σε σύγκριση με μεγαλύτερες επιχειρήσεις, συχνά αντιμετωπίζουν σοβαρά εμπόδια - εσωτερικά, διοικητικά και οικονομικά - που τις επηρεάζουν δυσανάλογα. Οι ΜμΕ έχουν επηρεαστεί αρνητικά από την οικονομική κρίση, η οποία σύμφωνα με τα στοιχεία εκδηλώνεται σε μείωση της απασχόλησης του τομέα. Η οικονομική κρίση και το δημόσιο χρέος είχε επίσης αρνητικό αντίκτυπο για τη χρηματοδότηση των ΜμΕ, ιδιαίτερα στις χειρότερα πληγείσες χώρες. Ίσως ήταν αναμενόμενο, αφού υπάρχουν σημαντικές διαφορές ως προς την πρόσβαση στη χρηματοδότηση τόσο εντός της ζώνης του ευρώ, καθώς και μεταξύ των «παλαιών» (ΕΕ-15) και των «νέων» (ΕΕ-13) κρατών μελών. Όσον αφορά την ανάκαμψη από τη κρίση, η εικόνα παραμένει επίσης μικτή. Τα διοικητικά και ρυθμιστικά εμπόδια συχνά τονίζονται από τις ΜμΕ ως μια σημαντική επιβάρυνση για την ανάπτυξή τους. Είναι πολύ πιο δαπανηρή η διαδικασία για τις μικρότερες επιχειρήσεις να συμμορφωθούν με τους κανονισμούς και λίγα τα κράτη μέλη που υποστηρίξουν ενεργά τις ΜμΕ, όταν πρόκειται για φορολογικές διατάξεις, ή λαμβάνουν υπόψη τα ειδικά χαρακτηριστικά τους, κατά τη σύνταξη της νομοθεσίας. Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο έχει επί μακρόν συνηγορήσει για τη δημιουργία ενός περιβάλλοντος για τις ΜμΕ που να είναι ευνοϊκό για την ανάπτυξη τους, αλλά παραταύτα, αντί το περιβάλλον να βελτιώνεται, φαίνεται να χειροτερεύει.
Θα ήθελα να προσθέσω ότι τα προβλήματα των "μικροεπιχειρήσεων" και μικρομεσαίων στην Ελλάδα έχουν βεβαίως πολλές αναλογίες με τις άλλες "παλαιές" χώρες της ΕΕ-15, αλλά διαφέρουν σε πολύ ένταση και διάρκεια. Τολμώ ωστόσο να προσθέσω ότι η ύπαρξη ενός πολύ μεγαλύτερου αριθμού ΜΜε στην Ελλάδα ίσως να αποτέλεσε και την εξήγηση που παρά την παρατεταμένη κρίση η χώρα μας διατήρησε σε μεγάλο βαθμό την κοινωνική της συνοχή.
Τα Βασικά εμπόδια για είσοδο στην Ανάπτυξη
Οι ΜμΕ αναγνωρίζονται ευρέως ως σημαντικοί παράγοντες στην οικονομία της ΕΕ. Το ευρωπαϊκό, εθνικό και τοπικό περιβάλλον, στο οποίο οι ΜμΕ ασκούν τις δραστηριότητές τους ποικίλει και ανάλογα έτσι είναι και οι μορφές με τις οποίες λειτουργούν: οι μικρο-επιχειρήσεις, οι οικογενειακές επιχειρήσεις ή επιχειρήσεις κοινωνικής οικονομίας. Σε σύγκριση με τις μεγαλύτερες επιχειρήσεις και παρά τις πολλές επιτυχημένες περιπτώσεις, οι ΜμΕ συχνά παράγουν κάπως ασθενέστερα αποτελέσματα, όπως η μείωση της κερδοφορίας, η αύξηση του κύκλου εργασιών, η διατήρηση του προσωπικού, το χαμηλότερο ποσοστό επιβίωσης, η λιγότερη επιτυχία στον τομέα της καινοτομίας, η μικρότερη δυνατότητα να επενδύσουν στην εκπαίδευση του προσωπικού, και ούτω καθεξής. Αυτό μπορεί εν μέρει να αποδοθεί στην ύπαρξη σημαντικών εμποδίων για την είσοδο στην ανάπτυξη, που είναι το ζητούμενο στις περισσότερες οικονομίες. Η Οικονομική βιβλιογραφία ταξινομεί σε γενικές γραμμές τα εμπόδια στην ανάπτυξη των ΜμΕ σε τρεις κατηγορίες:
α) εσωτερικά (ανεπαρκείς δεξιότητες, περιορισμένοι πόροι σε επίπεδο επιχειρήσεων)
β) διοικητικά / κανονιστικές επιβαρύνσεις (πολλαπλά φορολογικά συστήματα, πολύπλοκη νομοθεσία)
γ) οικονομικά (κυρίως η πρόσβαση στη χρηματοδότηση).
Αυτές είναι οι κοινές διαρθρωτικές προκλήσεις που αντιμετωπίζουν οι ΜμΕ, όπως επισημαίνεται στο ψήφισμα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου σχετικά με την ανταγωνιστικότητα και τις επιχειρηματικές ευκαιρίες για τις ΜμΕ. Το Κοινοβούλιο έχει επανειλημμένως επισημάνει τα ειδικά προβλήματα που αντιμετωπίζουν οι ΜμΕ, λόγω του μεγέθους τους, υπογραμμίζοντας ότι η μείωση του διοικητικού φόρτου και η ικανοποίηση των αναγκών χρηματοδότησής τους είναι κεντρικά ζητήματα που πρέπει να αντιμετωπιστούν, προκειμένου να διευκολυνθεί η ανάπτυξή τους και να ενισχύσουν τη δημιουργία θέσεων εργασίας.
Η τελευταία ολοκληρωμένη προ της κρίσης έρευνα του Ευρωβαρόμετρου επικεντρώθηκε στις συγκεκριμένες δυσκολίες των ΜμΕ και έδειξε ότι τα μεγαλύτερα προβλήματα (εκτός από την εξασφάλιση της πελατειακής βάσης) ήταν: οι αυστηρές διοικητικές ρυθμίσεις, η χαμηλή διαθεσιμότητα και το κόστος των κατάλληλων ανθρώπινων πόρων (περίπου το ένα τρίτο των ΜμΕ ισχυρίζονται ότι έχουν αντιμετωπίσει δυσκολίες σε αυτούς τους τομείς),
οι ανεπαρκείς υποδομές και η περιορισμένη πρόσβαση σε χρηματοδότηση (πάνω από το 20% των ΜμΕ ανέφεραν δυσκολίες σε αυτούς τους τομείς).
Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή και η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ) διενεργεί ετήσιες έρευνες σχετικά με την πρόσβαση στη χρηματοδότηση για τις επιχειρήσεις και παρακολουθούν τα πιο πιεστικά ζητήματα που σηματοδοτούνται από τις ΜμΕ. Τα κύρια προβλήματα που εντοπίστηκαν κατά την περίοδο 2009-2015 ήταν: εξεύρεση πελατών (μείωση από 29% το 2009 σε 25% το 2015), η διαθεσιμότητα ειδικευμένου προσωπικού ή έμπειρους διαχειριστές (αύξηση από 8% το 2009 σε 18% το 2015), ανταγωνισμού (αύξηση από 13% το 2009 σε 14% το 2015), τους κανονισμούς (αύξηση από 6% το 2009 σε 13% το 2015), το κόστος της παραγωγής ή εργασίας (αύξηση από 9% το 2009 σε 13% το 2015) και η πρόσβαση σε χρηματοδότηση (μείωση από 17% το 2009 σε 10% το 2015).
Εμπόδια χρηματοδότησης
Στο σχέδιο του 2011 με τη δράση για τη βελτίωση της πρόσβασης στη χρηματοδότηση, η Επιτροπή επανέλαβε ότι οι δυσκολίες στην πρόσβαση στη χρηματοδότηση είναι ένα από τα κύρια εμπόδια για την ανάπτυξης των ΜμΕ. Το έγγραφο αναφέρει πολλαπλές αιτίες για αυτά τα εμπόδια, τα οποία είναι διαρθρωτικού χαρακτήρα. Θέματα όπως η πληροφόρηση, οι ασυμμετρίες μεταξύ προσφοράς και ζήτησης των κεφαλαίων και ο κατακερματισμός του επιχειρηματικού κεφαλαίου παίζουν επίσης σημαντικό ρόλο. Σε ψήφισμα του 2013, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο υπογράμμισε ότι η οικονομική κρίση είχε ως αποτέλεσμα να επιδεινωθεί η πρόσβαση των ΜμΕ στη χρηματοδότηση. Το ίδιο έγγραφο υπογράμμισε ότι η περιορισμένη πρόσβαση σε κατάλληλες πηγές κεφαλαίων επιχειρηματικού κινδύνου, ιδίως όταν συμβαίνουν κατά τα πρώτα στάδια της επιχειρηματικής εγκατάστασης, είναι ένα από τα πιο σημαντικά εμπόδια για τη δημιουργία και τον προσανατολισμό των μικρομεσαίων επιχειρήσεων στην ανάπτυξη. Επιπλέον, υπενθυμίζεται ότι, λόγω του τραπεζικού τομέα της ΕΕ που είναι η κύρια πηγή για χρηματοδότηση στις ΜμΕ, είναι κατακερματισμένη, αφού υπάρχουν σημαντικές αποκλίσεις των επιτοκίων χορηγήσεων και στη παροχή πιστώσεων μεταξύ των χωρών. Ταυτόχρονα, οι ΜμΕ πρέπει να συμμορφώνονται με τα νέα και πολύ συχνά όλο και πιο αυστηρά ρυθμιστικά κριτήρια (για παράδειγμα, προσωπικές εγγυήσεις ως απαραίτητη προϋπόθεση για να λάβει κανείς χρηματοδότηση). Σημειώνεται ότι τα προβλήματα στην πρόσβαση για πιστώσεις ποικίλουν μεταξύ των κρατών μελών, ενώ πολλοί ευρωβουλευτές δήλωσαν ότι «μια διαφοροποιημένη προσέγγιση για τη βελτίωση της πρόσβασης των ΜμΕ στη χρηματοδότηση είναι αναγκαία, λαμβάνοντας υπόψη τις ειδικές περιστάσεις κάθε χώρας».
Η Πράξη για τις Μικρές Επιχειρήσεις αναφέρει ένα άλλο πρόβλημα: «Οι ΜμΕ συχνά βρίσκονται σε αδύναμη θέση, ακόμη περισσότερο από την κουλτούρα των καθυστερήσεων πληρωμών στην Ευρώπη. Στην πραγματικότητα, ανάλογα με τη χώρα, οι ΜμΕ υποχρεώνονται να περιμένουν από 20 έως πάνω από 100 ημέρες κατά μέσο όρο για να εισπράξουν τα τιμολόγιά τους. Μία στις τέσσερις πτωχεύσεις οφείλεται σε καθυστερήσεις πληρωμών. Αυτό οδηγεί σε απώλεια 450 000 θέσεων εργασίας και 25 δις € κάθε χρόνο ».
Στην έρευνα «Πρόσβαση στη χρηματοδότηση των επιχειρήσεων στη ζώνη του ευρώ» η ΕΚΤ σημειώνει ότι παρά τη συνολική μείωση στο επίπεδο της ανησυχίας των ΜμΕ της ΕΕ σχετικά με την πρόσβαση στη χρηματοδότηση, σημαντικές διαφορές μεταξύ των χωρών εξακολουθούν να υπάρχουν. Περίπου το 30% των ΜμΕ στην Ελλάδα και το 13% των ΜμΕ στην Ιρλανδία, την Ιταλία και τις Κάτω Χώρες ανέφεραν ότι η πρόσβαση στη χρηματοδότηση ήταν το πιο σημαντικό πρόβλημά τους, σε σύγκριση με περίπου 7% των ΜμΕ στην Αυστρία, τη Φινλανδία και τη Γερμανία (με το μέσο όρο της Ευρωζώνης στο 11%). Άλλες βαριά πληγείσες χώρες, όπως η Ισπανία και η Πορτογαλία ανέφεραν 12% και 11%, αντίστοιχα. Στη μόνη ανατολική ευρωπαϊκή χώρα που εξετάστηκε, η Σλοβακία, έδειξε ένα επίπεδο 8%. Επιπλέον, οι ΜμΕ στην Ιρλανδία, την Ισπανία και την Πορτογαλία θεωρούν ότι η διαθεσιμότητα των δανείων είναι υψηλότερη από τις ανάγκες τους, με την Ελλάδα να είναι η μόνη χώρα της κρίσης που δηλώνει το αντίθετο.
Η πρόσβαση για χρηματοδότηση στην ΕΕ-15 και ΕΕ-13
Μια ολοκληρωμένη μελέτη που συνέκρινε τα εμπόδια για τη χρηματοδότηση μεταξύ της ΕΕ-15 και την ΕΕ-13, διαπίστωσε ότι η ευκολία με την οποία οι ΜμΕ μπορούν να αποκτήσουν εξωτερικούς πόρους, εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από το μακροοικονομικό πλαίσιο και την κατάσταση και τη δομή του τραπεζικού τομέα. Η πρόσβαση σε εξωτερικά κεφάλαια τείνει να είναι πιο εύκολο για τις ΜμΕ που βρίσκονται σε κράτη μέλη με τα υψηλότερα επίπεδα ανάπτυξης των ενδιάμεσων χρηματοπιστωτικών οργανισμών, πιο προηγμένες χρηματιστηριακές αγορές, πιο αποτελεσματικά νομικά συστήματα ή υψηλότερο κατά κεφαλήν ΑΕΠ. Η μελέτη υπογραμμίζει ότι το σημερινό μακροοικονομικό πλαίσιο, το κατά κεφαλήν ΑΕΠ και η δομή του τραπεζικού τομέα εξακολουθούν να διαφέρουν σημαντικά μεταξύ της ΕΕ-15 και την ΕΕ-13. Λαμβάνοντας υπόψη ότι οι τράπεζες στην ΕΕ-13 εξακολουθούν να υστερούν σε σχέση με εκείνες στην ΕΕ-15, η έκθεση υποστηρίζει ότι οι ΜΜΕ στην ΕΕ-15 είναι λιγότερο πιθανό να αντιμετωπίζουν μεγάλα εμπόδια, εάν βρίσκονται σε ταχύτερα αναπτυσσόμενες οικονομίες ή σε χώρες με πιο υγιή τραπεζικό τομέα. Επιπλέον, το επίπεδο της χρηματοπιστωτικής διαμεσολάβησης είναι ακόμα χαμηλότερο στην ΕΕ-13 σε σχέση με την ΕΕ-15: ο δανεισμός του ιδιωτικού τομέα ως ποσοστό του ΑΕΠ διαμορφώθηκε (εκτός από Κύπρο και Μάλτα) σε 64% στην ΕΕ-13, σε αντίθεση με 148 % στην ΕΕ-15. Τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια ήταν στο 11% στην ΕΕ-13, σε σύγκριση με το 7% στην ΕΕ-15, ενώ αντιμετωπίζουν μεγάλα εμπόδια, εάν βρίσκονται σε ταχύτερα αναπτυσσόμενες οικονομίες ή σε χώρες με πιο υγιή τραπεζικό τομέα.
Στην ΕΕ-13, περίπου το 18% των ΜμΕ ενδιαφέρονται για τραπεζικά δάνεια, και το 14% για εμπορικές πιστώσεις, ενώ στην ΕΕ-15, περίπου 23% των ΜμΕ ενδιαφέρονται για τραπεζικά δάνεια και το 20% για εμπορικές πιστώσεις. Επιπλέον, τα αποτελέσματα δείχνουν ότι ένα προηγούμενο θετικό ιστορικό, είναι ευνοϊκό για χορήγηση τραπεζικού δανείου, αλλά αυτό ισχύει μόνο για την ΕΕ-15, υποδεικνύοντας έτσι ότι οι ΜμΕ στην ΕΕ-13 έχουν περισσότερες δυσκολίες οικοδόμησης εμπιστοσύνης με τις τράπεζες, που τείνουν όμως να αγνοούν τις προηγούμενες, ακόμη και θετικές εμπειρίες στις αποφάσεις τους για τη χορήγηση δανείων. Μια άλλη ερευνητική εργασία κατέληξε στο συμπέρασμα ότι στην ΕΕ-15, η παρουσία ενός μεγάλου αριθμού ξένων τραπεζών σχετίζεται με τη βελτίωση των αντιλήψεων σχετικά με την πρόσβαση σε τραπεζικά δάνεια, αλλά αυτό δεν ισχύει τόσο στις 10 χώρες που προσχώρησαν στην ΕΕ το 2004.
Επιπτώσεις της κρίσης στη χρηματοδότηση των ΜμΕ
Σε μια πρόσφατη ανασκόπηση της έρευνας σχετικά με τη χρηματοδότηση των ΜμΕ, σημειώνεται ότι ο αντίκτυπος των ενισχυμένων κεφαλαιακών απαιτήσεων μετά την κρίση για τις τράπεζες που χρειάζονται χρόνο για να ανακάμψουν, θα μπορούσε να περιορίσει το δανεισμό τους προς τις ΜμΕ σε μεγαλύτερο βαθμό από ό, τι για τις τράπεζες που δεν έχουν ανάγκη αποκατάστασης. Αυτό συνεπάγεται μια χειρότερη κατάσταση στις πιο πληγείσες σοβαρά χώρες. Ένα έγγραφο του ΔΝΤ για τις ευρωπαϊκές ΜμΕ καταλήγει στο συμπέρασμα ότι σε σύγκριση με τις μεγάλες επιχειρήσεις, οι ΜμΕ είναι σε πιο υψηλή μόχλευση, είναι πιο εξαρτημένες από την τραπεζική χρηματοδότηση και να έχουν σημαντικά υψηλότερα ποσοστά μη εξυπηρετούμενων δανείων. Τα απλήρωτα δάνεια αντανακλούν την ύφεση που έπληξε τις ΜμΕ αρνητικά, τόσο μέσα από την κατάρρευση της εγχώριας ζήτησης, όσο και την σύσφιξη των πιστωτικών συνθηκών. Η Η αναδιάρθρωση χρέους σε προβληματικές ΜμΕ στην ΕΕ αποτελεί πρόκληση: ο απόλυτος αριθμός, το μικρό τους μέγεθος και η αύξηση των ασθενών ισολογισμών, η αύξηση τόσο στο πάγιο κόστος όσο και ο κίνδυνος αναδιάρθρωσης των δανείων που αντιμετωπίζουν οι τράπεζες. Το ΔΝΤ υποστηρίζει ότι το υψηλό χρέος των ΜμΕ και τα επισφαλή δάνεια μπορεί να επιβραδύνουν την οικονομική ανάκαμψη και να επηρεάσουν τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα στην Ευρώπη. Όσον αφορά την απόρριψη των αιτήσεων για τραπεζικά δάνεια που υποβάλλονται από τις ΜμΕ το υψηλότερο ποσοστό έχει καταγραφεί στην Ολλανδία (25%), ακολουθούμενη από σχετικά υψηλά επίπεδα σε ορισμένες από τις ΕΕ-13 και σε κρίση χώρες. Μια άλλη μελέτη σχετικά με τις επιπτώσεις των κρίσεων στη χρηματοδότηση των ΜμΕ επιβεβαίωσαν ότι οι χώρες του προγράμματος καταγράφουν ένα ιδιαίτερα υψηλό επίπεδο απορρίψεων δανείων. Επισημαίνεται, επίσης, ότι στις μικρές και νέες επιχειρήσεις είναι πιο πιθανό να αρνηθεί ένα δάνειο (αυτό είναι το είδος των επιχειρήσεων που υποφέρουν, μεταξύ άλλων, από ανεπαρκείς εξασφαλίσεις ή εγγυήσεις, και η έλλειψη πιστωτικής ιστορίας). Αυστηρότερες πιστωτικές συνθήκες συνέβαλαν στις δυσκολίες των ΜμΕ στην πρόσβαση σε χρηματοδότηση. Επιπλέον, σε πολλές περιπτώσεις τα κεφάλαια πρόσβασης ήταν λιγότερα από ό, τι εκείνα που είχαν αρχικά προγραμματιστεί. Το μέγεθος των δανείων που λαμβάνονται ποικίλλει επίσης σε μεγάλο βαθμό σε ολόκληρη την ΕΕ: μικρά δάνεια είχαν πιο συχνά αναφερθεί από ΜμΕ στη Λιθουανία και την Κροατία, και τα μεγάλα δάνεια στην Ολλανδία. Εντός της ΕΕ-28, στη Γερμανία το 61% των ΜμΕ δεν αναμένουν εμπόδια για να πάρουν χρηματοδότηση, ενώ μόνο το 5% των ελληνικών επιχειρήσεων ΜμΕ είχαν την ίδια εμπιστοσύνη.
Μια μελέτη του 2015 από τον Οργανισμό Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης (ΟΟΣΑ) για τη χρηματοδότηση των ΜμΕ για την περίοδο 2007-2013, παρατηρήθηκε αρνητική αύξηση των δανείων των ΜμΕ σε αρκετές χώρες, ενώ οι πτωχεύσεις των ΜμΕ υπερδιπλασιάστηκε σε πολλά κράτη μέλη της ΕΕ. Τα νέα επιχειρηματικά δάνεια που συνάπτονται για τρία συναπτά έτη στη Φινλανδία, την Ιρλανδία και την Ισπανία παρουσίασαν τις οξείες επιδράσεις από τις κρίσεις χρηματοπιστωτική, οικονομική και του δημόσιου χρέους δεν έχουν ακόμη ανακτηθεί πλήρως από την άποψη των δανείων προς τις ΜμΕ. Επιπλέον, οι ΜμΕ αντιμετωπίζουν πιο σοβαρές πιστωτικές συνθήκες (επιδεινώνεται από την αρχή της κρίσης) από ό, τι οι μεγάλες επιχειρήσεις. Ο ΟΟΣΑ συμπεραίνει ότι στη ζώνη του ευρώ, η πρόσβαση για τις μεγάλες επιχειρήσεις για τη χρηματοδότηση είναι πιο εύκολο, και οι συνθήκες χρηματοδότησης είναι ευνοϊκότερες, και ότι οι χώρες σε κρίση αναφέρουν περιορισμένη πρόσβαση στη χρηματοδότηση ως ένα έντονο ενδιαφέρον. Αυτό επιτείνεται περαιτέρω από το υψηλό ποσοστό των μη εξυπηρετούμενων δανείων στον τραπεζικό τομέα, οι οποίες επηρεάζουν αρνητικά την χορήγηση δανείων σε ΜμΕ. Ο ΟΟΣΑ διαπίστωσε επίσης ότι, ακόμη και αν τα μέσα χρηματοδότησης από μη τραπεζικές πηγές κερδίζουν σε δημοτικότητα, δεν μπορεί να αντισταθμίσει τις μειωμένες χορηγίες από τραπεζικό δανεισμό.
Μια άλλη μελέτη του ΟΟΣΑ υπογράμμισε ότι από το 2009, οι εκτιμήσεις των τραπεζών έδειχναν αύξηση των μακρο-και μικρό κινδύνων, καθώς και εταιρίες με συγκεκριμένες προοπτικές, ιδίως μεταξύ των ΜμΕ, έχουν συμβάλει στη σύσφιξη των επιχειρήσεων πιστωτικών προτύπων και τη μειωμένη διαθεσιμότητα της εξωτερικής χρηματοδότησης, ιδιαίτερα σε χώρες της κρίσης. Υποστηρίζει επίσης ότι η απομόχλευση των ευρωπαϊκών τραπεζών, ως αποτέλεσμα της κρίσης τους οδήγησε να μειώσουν την έκθεσή τους σε ΜμΕ, απαιτώντας έτσι ειδικά μέτρα πολιτικής για την αντιμετώπιση αυτή την τάση (με μερική μόνο επιτυχία). Ειδικότερα, το έγγραφο υποστηρίζει ότι τρεις ταυτόχρονες εξελίξεις είχαν διαφορετικά αποτελέσματα όσον αφορά τη χρηματοδότηση των ΜΜΕ: (i) η αδυναμία που επηρεάζει τη ζήτηση πιστώσεων στην πραγματική οικονομία, (ii) το κυρίαρχο / οικονομική κρίση που επηρεάζει αρνητικά τις αποφάσεις και τους όρους παροχής πιστώσεων, και (iii) η υπερβολικό χρέος επηρεάζει όλες τις πτυχές της χρηματοδότησης των ΜμΕ.
Ένα έγγραφο της Deutsche Bank υποστηρίζει ότι οι ΜΜΕ από τη νότια Ευρώπη είναι λιγότερο ανθεκτικές σε μακροοικονομικό σοκ και την επιδείνωση της εγχώριας ζήτησης. Την ίδια στιγμή, οι ΜμΕ από τις χώρες που έχουν πληγεί περισσότερο από τις κρίσεις αγωνίζονται πλέον με την πρόσβαση στη χρηματοδότηση και πληρώνουν υψηλότερα επιτόκια από ό, τι πριν. Οι ερευνητές καταλήγουν στο συμπέρασμα ότι δεν είναι σαφές αν τα υψηλότερα ποσοστά οφείλονται σε διαρθρωτικές αδυναμίες, την αποστροφή προς τον κίνδυνο, τους περιορισμούς ρευστότητας ή τις δυσοίωνες εκτιμήσεις για τις οικονομικές προοπτικές για τις ΜμΕ. Ομοίως, ένα έγγραφο της ΕΚΤ επιβεβαιώνει την ύπαρξη σημαντικών διαφορών στο κόστος χρηματοδότησης από το 2011 μεταξύ των ΜμΕ στη Γερμανία και τη Γαλλία, καθώς και εκείνων της Ιταλίας και της Ισπανίας. Χώρες που πλήττονται περισσότερο από την κρίση έδειξαν επιδείνωση αυτών των παραγόντων που επηρεάζουν τη διαθεσιμότητα των εξωτερικών οικονομικών (όπως ζοφερές προοπτικές για τις ΜΜΕ, καθώς και για τη γενική οικονομία), υψηλότερα ποσοστά απόρριψης των δανείων και των υψηλότερων πιστωτικών κινδύνων. Η ΕΚΤ υποστηρίζει ότι το αυξημένο κόστος χρηματοδότησης οφείλεται στη κρίση του δημόσιου χρέους και την εμπλοκή των τραπεζών σε αυτές τις χώρες, η οποία στη συνέχεια πέρασε στις ΜμΕ, με τη μορφή υψηλότερων επιτοκίων δανεισμού ή μικρότερα δάνεια. Τέλος, η μελέτη του ΔΝΤ τόνισε ότι η αύξηση της αβεβαιότητας στις χώρες της κρίσης οδήγησε σε μειωμένες επενδύσεις.
Εμπόδια για δημιουργία θέσεων απασχόλησης
Στις αρχές του 2016, το γραφείο της ΕΕ Eurofound δημοσίευσε μια μελέτη σχετικά με τα εμπόδια για τη δημιουργία θέσεων εργασίας στην ΕΕ- 28 που αντιμετωπίζουν οι ΜμΕ. Η Επιτροπή διαπίστωσε ότι τα εμπόδια μπορεί να είναι τόσο εξωτερικά όσο και εσωτερικά. Η πρώτη κατηγορία περιλαμβάνει, κυρίως, τα διοικητικά και θεσμικά θέματα του επιχειρηματικού περιβάλλοντος, την τρέχουσα μακροοικονομική κατάσταση και τη συνακόλουθη μείωση της ζήτησης, αύξηση των καθυστερήσεων πληρωμών και τη δύσκολη πρόσβαση σε χρηματοδότηση. Ο ανταγωνισμός από μεγαλύτερες ή πολυεθνικές εταιρείες και την παραοικονομία, ενώ όπου υπάρχει υψηλό κόστος εργασίας συνοδεύεται από χαμηλή διαθεσιμότητα ειδικευμένου εργατικού δυναμικού. Τα εσωτερικά εμπόδια περιλαμβάνουν την οικονομική απόδοση των ΜμΕ, την έλλειψη στρατηγικού σχεδιασμού, χαμηλή ικανότητα να εξάγουν και να καινοτομούν, αναποτελεσματική οργανωτική δομή και ικανότητα διαχείρισης, η αδυναμία να προσελκύσει εργαζόμενους, καθώς και η έλλειψη κινήτρων στους ιδιοκτήτες. Τα ευρήματα αυτά είναι σε γενικές γραμμές σύμφωνα με την ανάλυση του Κοινοβουλίου το 2013, που λέει ότι «η μικρομεσαία επιχείρηση μπορεί να δημιουργήσει θέσεις εργασίας με τις σωστές προϋποθέσεις, συμπεριλαμβανομένης της απλούστευσης των διοικητικών διαδικασιών, τη πρόσβαση σε χρηματοδότηση, τις δεξιότητες, τις γνώσεις και ειδικευμένου εργατικού δυναμικού και στήριξη των καινοτόμων προσπαθειών τους».
Η Ετήσια έκθεση της Επιτροπής για το 2015 σχετικά με τις ευρωπαϊκές ΜμΕ σημειώνει ότι μετά το 2013 η προστιθέμενη αξία τους αυξήθηκε κατά 1,6% και η απασχόληση μειώθηκε κατά 0,5%. Οι ευρωπαϊκές ΜμΕ παρουσίασαν βελτιωμένες επιδόσεις το 2014 με την προστιθέμενη αξία να αυξάνεται κατά 3,3% και την απασχόληση κατά 1,2%. Ωστόσο, ορισμένα κράτη μέλη έδειξαν μια μείωση της προστιθέμενης αξίας, ενίοτε σε συνδυασμό με τη μείωση της απασχόλησης. Η εικόνα είναι επίσης σύνθετη όσον αφορά την ανάκαμψη από την κρίση. Από το 2008 έως το 2014, πάνω από 20 κράτη μέλη παρουσίασαν καθαρή μείωση της απασχόλησης στις ΜμΕ, και οκτώ σηματοδότησαν διψήφιες απώλειες των καθαρών θέσεων απασχόλησης. Είναι σημαντικό, ότι οι "μικρο-επιχειρήσεις", οι οποίες είναι πιο ευάλωτες στις συνέπειες της κρίσης, τους κύκλους της αγοράς και τις σφιχτές συνθήκες χρηματοδότησης, παίζουν ένα σχετικά μεγαλύτερο ρόλο στη νότια και ανατολική Ευρώπη σε σύγκριση με το μέσο όρο της ΕΕ-28. Σε ορισμένες περιπτώσεις, η καθαρή μείωση του μέσου όρου απασχόλησης των ΜμΕ συνέβη κυρίως λόγω των απωλειών που έχουν βιώσει οι μικρο-επιχειρήσεις.
Σε περίπου δύο τρίτα των κρατών μελών, η πλειοψηφία των βιομηχανιών παρουσίασε αρνητική απόδοση στην απασχόληση των ΜμΕ από το 2008 έως το 2014. Το 2012, παρατηρήθηκαν τα υψηλότερα ποσοστά επιβίωσης των "μικρο-επιχειρήσεων" όσων ιδρύθηκαν το 2008. Πάνω από 60% επιβίωσαν μέχρι σήμερα στη Φινλανδία, τη Σουηδία, Το Βέλγιο, το Λουξεμβούργο και την Αυστρία. Αντίθετα, στην Πορτογαλία και τη Λιθουανία, μόνο μία στις τρεις επιχειρήσεις που δημιουργήθηκε το 2008, επέζησε μέχρι το 2012. Σε όλα τα άλλα κράτη μέλη, το ποσοστό των επιχειρήσεων που επέζησαν κατά τη διάρκεια της παραπάνω περιόδου κυμάνθηκε μεταξύ 40% και 60%, πράγμα που σημαίνει ότι κατά τη διάρκεια της οικονομικής ύφεσης, μόνο μία στις δύο νεοσύστατες επιχειρήσεις επέζησε.
Ένα επίσης καλά αναγνωρισμένο γεγονός είναι ότι οι ΜμΕ επιβαρύνονται με δυσανάλογο ρυθμιστικό και διοικητικό φόρτο σε σύγκριση με μεγαλύτερες επιχειρήσεις. Οι ειδικοί εκτιμούν ότι, όταν μια μεγάλη εταιρεία δαπανά € 1 ανά εργαζόμενο λόγω κανονιστικής υποχρέωσης, μια μικρή επιχείρηση μπορεί να πρέπει να δαπανήσει μέχρι και € 10. Οι μελέτες δείχνουν ότι μια επιχείρηση με λιγότερους από δέκα εργαζόμενους έχει να αντιμετωπίσει ένα ρυθμιστικό βάρος που μετράται ανά εργαζόμενο είναι περίπου διπλάσιο από το βάρος της επιχείρησης με περισσότερα από 10, αλλά λιγότερους από 20 εργαζόμενους και περίπου τρεις φορές υψηλότερο από το βάρος της επιχείρησης με περισσότερους από 20 αλλά λιγότερους από 50 εργαζόμενους. Για τις μεγαλύτερες επιχειρήσεις, η επιβάρυνση ανά εργαζόμενο είναι μόλις το ένα πέμπτο ή και λιγότερο από εκείνη των μικρών επιχειρήσεων. Επιπλέον υπάρχει δυσανάλογη ρυθμιστική επιβάρυνση λόγω (i) της συμμόρφωσης με τους κανονισμούς που έχουν χαρακτηριστικά σταθερού κόστους (δασμοί πληροφορίες μπορεί να είναι το ίδιο για μικρές και μεγάλες επιχειρήσεις), (ii) οι ΜμΕ είναι λιγότερο αποτελεσματικές στην αντιμετώπιση των κανονισμών (για παράδειγμα, επενδύουν λιγότερο ειδικά σε μηχανοργάνωση), και (iii) είναι συχνά οι ίδιοι οι επιχειρηματίες που έχουν να αντιμετωπίσουν τους κανονισμούς.
Η σχέση ΜμΕ και ΕΕ
Οι Δραστηριότητες των ΜΜΕ στην ενιαία αγορά της ΕΕ είναι επίσης σημαντικό ζήτημα αφού περισσότερο από το ένα τρίτο των ΜΜΕ (36%) έχουν εισαγόμενα αγαθά και υπηρεσίες από άλλες χώρες της ΕΕ, και το 30% έχουν εξαγωγές στο πλαίσιο της Ενιαίας Αγοράς. Την ίδια στιγμή, το 49% των ΜΜΕ δεν ασχολούνται με την εξαγωγή ή την εισαγωγή. Σε γενικές γραμμές, αυτές που οι επιχειρήσεις που λειτουργούν πέρα από τα σύνορα της χώρας τους βρίσκονται σε καλύτερη οικονομική κατάσταση και έχουν καλύτερες προοπτικές ανάπτυξης. Στην έρευνα του Ευρωβαρόμετρου το 2015, οι ΜμΕ αναφέρουν περίπλοκες διοικητικές διαδικασίες (52%), την ανάγκη για σημαντικούς οικονομικούς πόρους (42%) και υπερβολή φορολογικών καθεστώτων (39%) ως σημαντικά εμπόδια για την εξαγωγή στο εσωτερικό της ενιαίας αγοράς. Οι ΜμΕ που δεν εξάγουν σήμερα διαμαρτύρονται περισσότερο για την έλλειψη πρόσβασης σε χρηματοδότηση (54%), ενώ οι περίπλοκες διοικητικές διαδικασίες αποτελούν το μεγαλύτερο ενιαίο εμπόδιο για τις εισαγωγές. Οι ΜμΕ της ΕΕ σηματοδοτούν την ύπαρξη πολλών εμποδίων για την ανάπτυξη και τη διεθνοποίηση σε διάφορα φόρα, αλλά δεν υπάρχει οριστική και καθολική απαρίθμηση αυτών, παρά τα αρκετά στοιχεία που επισημαίνονται με συνέπεια. Για παράδειγμα, τα κύρια ζητήματα που εντοπίστηκαν κατά τη συνέλευση τον Νοέμβριο του 2015 υπέρ των ΜμΕ ήταν: περίπλοκο καθεστώς ΦΠΑ, έλλειψη πληροφοριών σχετικά με τους κανόνες της ΕΕ, την πιστοποίηση προϊόντων, το κόστος της εργασίας, τα προβλήματα στη χρηματοδότηση, καθώς και τα ποικίλα φορολογικά καθεστώτα.
Οι 10 πιο επαχθείς νόμοι της ΕΕ για τις ΜμΕ
Το 2013, η Επιτροπή δρομολόγησε διαβούλευση που προσδιόρισε τους 10 πιο επαχθείς νόμους της ΕΕ για τις ΜΜΕ: (i) τη καταχώριση, την αξιολόγηση, την αδειοδότηση και τους περιορισμούς των χημικών προϊόντων ( REACH) (Ii) η νομοθεσία του φόρου προστιθέμενης αξίας (ΦΠΑ) (Iii) το πακέτο για την Ασφάλεια και την Αγορά Γενική προϊόντων επιτήρησης (Iv) η αναγνώριση των επαγγελματικών προσόντων (V) οι μεταφορές αποβλήτων, η νομοθεσία πλαίσιο για τα απόβλητα, ο κατάλογος των αποβλήτων και των επικίνδυνων αποβλήτων (Vi) στην αγορά εργασίας που σχετίζονται με τη νομοθεσία. (Vii) την προστασία των δεδομένων (Viii) το χρόνο εργασίας, τη συσκευή ελέγχου στον τομέα των οδικών μεταφορών (για την οδήγηση και τις περιόδους ανάπαυσης) (Ix) τις διαδικασίες για τη σύναψη συμβάσεων δημοσίων έργων (δημοσίων έργων, προμηθειών και υπηρεσιών) και (x) τον εκσυγχρονισμένο τελωνειακό κώδικα. Ψήφισμα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου σχετικά με τις top 10 των εμποδίων υπογράμμισε ότι σχεδόν το ένα τρίτο του διοικητικού φόρτου που συνδέεται με τη νομοθεσία της ΕΕ πηγάζει από δυσανάλογη και μη αποτελεσματική εφαρμογή σε εθνικό επίπεδο, πράγμα που σημαίνει ότι 40 δις € θα μπορούσαν να σωθούν εάν τα κράτη μέλη μετέφεραν πιο αποτελεσματικά τη νομοθεσία της ΕΕ.
Φορολογία Μικρομεσαίων
Πολλές ΜμΕ στην ΕΕ θεωρούν τη φορολογία να είναι ο πιο επαχθής τομέας πολιτικής που τις αφορούν. Μια έκθεση της Επιτροπής τόνισε ότι οι ευρωπαϊκές ΜμΕ έχουν συνολικό κόστος φορολογικής συμμόρφωσης για όλους τους φόρους που καταβάλλονται ποσοστό άνω του 30%, ενώ οι μεγάλες επιχειρήσεις έχουν αναλογία μόνο 1,9%. Οι κύριοι λόγοι πίσω από αυτές τις υψηλές δαπάνες είναι συχνές αλλαγές των νόμων, καθώς και η πολυπλοκότητά τους, η ύπαρξη διαφορετικών φορολογικών διοικήσεων, οι πολύπλοκες μορφές και η γλώσσα της φορολογικής νομοθεσίας, οι αυστηρές προθεσμίες για την πληρωμή, το κόστος του λογιστηρίου που χρησιμοποιούν οι ΜμΕ και οι διαδικασίες λογιστικών εγγραφών. Μια μελέτη το 2015 για τη φορολογία των ΜμΕ στην Ευρώπη, κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η φορολογική επιβάρυνση μιας εταιρίας ποικίλλει σημαντικά σε ολόκληρη την ΕΕ, με την υψηλότερη φορολογική επιβάρυνση να είναι στις 15 χώρες της ΕΕ όπως η Γαλλία, η Ιταλία, η Γερμανία, η Φινλανδία και το Βέλγιο. Η χαμηλότερη να είναι ως επί το πλείστον σε κράτη μέλη που εντάχθηκαν το 2004. Μόνο πέντε χώρες της ΕΕ έχουν ταχθεί υπέρ των ΜμΕ έναντι των μεγαλύτερων επιχειρήσεων μέσω φορολογικών πλεονεκτημάτων (Γαλλία, Ελλάδα, Βουλγαρία, το Ηνωμένο Βασίλειο και οι Κάτω Χώρες). Η μελέτη ανέλυσε επίσης την προσπάθεια που απαιτείται για τη συμμόρφωση με τους φόρους σε όλη την ΕΕ. Το υψηλότερο ποσό του χρόνου που δαπανάται (μέσος όρος της ΕΕ είναι 176 ώρες) καταγράφηκε στην πλειονότητα των χωρών της Ανατολικής και Νότιας Ευρώπης και κυρίως στην Πορτογαλία, την Ιταλία και τη Γερμανία. Από την άλλη πλευρά του φάσματος είναι οι χώρες της βόρειας ΕΕ. Λαμβάνοντας υπόψη τη πληρωμή των φόρων, η Κύπρος, το Λουξεμβούργο, η Σλοβακία είναι πάνω από 19 (μέσος όρος της ΕΕ είναι 12), και η Σουηδία, η Εσθονία, η Λετονία και η Μάλτα είναι κάτω από το 8.
Μια άλλη μελέτη του 2015 για τη φορολογία των ΜμΕ του ΟΟΣΑ προσδιορίζει τα διαφορετικά επίπεδα απαλλαγής των ΜμΕ από τα όρια του ΦΠΑ σε όλη την ΕΕ. Σε γενικές γραμμές, η έκθεση σημείωσε δυσανάλογα υψηλό κόστος συμμόρφωσης με το ΦΠΑ σε σχέση με τον κύκλο εργασιών των ΜμΕ σε σύγκριση με τις μεγαλύτερες επιχειρήσεις. Η μελέτη εξέτασε επίσης τις διάφορες πτυχές των μέτρων φορολογικής απλούστευσης για τις ΜμΕ, όπως ο φόρος εισοδήματος, τα κατώτατα όρια απαλλαγής και απλουστεύσεις ΦΠΑ συμπεριλαμβανομένων της σχετικής λογιστικής, της πληρωμής και κατάθεσης. Στις χώρες με τα περισσότερα μέτρα περιλαμβάνονται η Ουγγαρία, η Ιταλία, η Πολωνία και το Ηνωμένο Βασίλειο (επτά κατηγορίες), ενώ η Εσθονία, η Φινλανδία και η Ολλανδία είχαν μόνο δύο μέτρα.
Εμπόδια διοικητικού φόρτου στις ΜμΕ
Μια διαβούλευση το 2014 με θέμα «Νέα πολιτική για τις ΜμΕ» έδειξε ότι οι ΜμΕ υποστηρίζουν σθεναρά τις δράσεις που μειώνουν το διοικητικό φόρτο και την απλούστευση του επιχειρηματικού περιβάλλοντος, υποδεικνύοντας ότι πολλά απομένουν να γίνουν σε αυτόν τον τομέα. Οι δράσεις για τη μείωση του διοικητικού φόρτου έλαβαν υψηλότερο μέσο υποστήριξης σε σχέση με δράσεις που προτείνονται σε άλλους τομείς προτεραιότητας, όπως η πρόσβαση στη χρηματοδότηση. Βελτίωση της διαβούλευσης των ΜμΕ και των φορέων τους σε πρώιμο στάδιο, ενθαρρύνοντας τα κράτη μέλη να απλοποιήσουν τις φορολογικές διαδικασίες για τις νέες επιχειρήσεις, τον εντοπισμό και την αντιμετώπιση των εμποδίων στην εθνική νομοθεσία που εμποδίζουν την ανάπτυξη των ΜμΕ, καθώς και την έναρξη μιας πανευρωπαϊκής εκστρατείας για τη μείωση της γραφειοκρατίας για τους ΜμΕ, ήταν τα μέτρα που υποστηρίζονται από τουλάχιστον το 95% των ερωτηθέντων.
Συμπεράσματα της έρευνας του EPRS (EUROPEAN PARLIAMENTARY RESEARCH SERVICES)
α) Σύμφωνα με την Επιτροπή, οι ΜμΕ αντιπροσωπεύουν το 99% του συνόλου των επιχειρήσεων στην ΕΕ. Επιπλέον, τα τελευταία πέντε χρόνια, έχουν δημιουργήσει το 85% των νέων θέσεων εργασίας. Τα δύο τρίτα της συνολικής απασχόλησης στον ιδιωτικό τομέα έχουν οι ΜμΕ.
β) Η ανάκαμψη από τις κρίσεις δεν έχει ολοκληρωθεί στην Ελλάδα, την Ισπανία, την Κροατία, την Ουγγαρία, την Ιρλανδία, την Ιταλία, την Πολωνία, την Πορτογαλία και τη Ρουμανία. Εν τω μεταξύ στην Αυστρία, το Βέλγιο, Δανία, Μάλτα, Λουξεμβούργο, τη Σουηδία και το Ηνωμένο Βασίλειο οι ΜμΕ έχουν ανακτήσει απασχόληση και αξία.
γ) Οι ΜμΕ στη Λιθουανία, Ιταλία, Κροατία, Λετονία, Κύπρο, Πορτογαλία, Ισπανία και Ελλάδα δεν βελτιώθηκαν. Ωστόσο, άλλες χώρες έδειξαν σημάδια ανάπτυξης των ΜμΕ για την απασχόληση, και συγκεκριμένα η Αυστρία, το Βέλγιο, η Γαλλία, η Γερμανία, το Λουξεμβούργο, η Μάλτα, η Σουηδία και το Ηνωμένο Βασίλειο.
δ) Η έκθεση της Επιτροπής για κυκλικότητα της χρηματοδότησης των ΜμΕ αναφέρει ότι κατά τη διάρκεια ενός downswing ή ύφεσης, τα κριτήρια χορηγήσεων των τραπεζών σφίγγουν, αλλά η μεταβολή της ζήτησης για τραπεζικά δάνεια δεν μειώνεται δραματικά. Η παροχή χρηματοδότησης επιχειρηματικών κεφαλαίων έχει επίσης ισχυρά κυκλικά στοιχεία. Στη φάση της συστολής νέο χρήμα δεν εισέρχεται στην αγορά, και σύμφωνα με μια μελέτη της Deutsche Bundesbank, πολύ λίγη πίστωση μπορούν να λάβουν οι επιχειρήσεις σε μια έκρηξη ύφεσης.
ε) Συνολικά, τα αποτελέσματα από τις τρεις κρίσεις που προσδιορίστηκαν μπορούν να συνοψιστούν ως εξής: αδυναμία στην πραγματική οικονομία φαίνεται να επηρεάζει τόσο την προσφορά όσο και τη ζήτηση για χρηματοδότηση, ο αδύναμος τραπεζικός τομέας επηρεάζει την απόρριψη του δανείου, ο υπερχρεωμένος ιδιωτικός τομέας έχει επίδραση στην απόρριψη του δανείου και επηρεάζει επίσης τους όρους και τις προϋποθέσεις μέσω της αύξησης των επιτοκίων.
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο reporter.gr