Το αποτέλεσμα είναι να λέγονται ελάχιστα πράγματα επί της ουσίας για ένα πρόβλημα και η συζήτηση να εξαντλείται σε χαρακτηρισμούς, είτε για «τσιράκια του ΔΝΤ», «λακέδες του κεφαλαίου» και «πληρωμένους κονδυλοφόρους της νέας τάξης», είτε, από την άλλη πλευρά, για «φερέφωνα του Κόμματος», «οπαδούς της παλαβής αριστεράς» και σαλεμένους επαναστάτες.
Όποιος αρνείται να ενταχθεί σε ένα από τα υφιστάμενα στρατόπεδα, λοιδορείται και δέχεται επιθέσεις από όλα. Στην ακραία εκδοχή του νεοελληνικού φανατισμού, το όπλο της κριτικής αντικαθίσταται από την κριτική των όπλων. Γι’ αυτό και τα φαινόμενα μαζικοποίησης της τρομοκρατικής δράσης, εναντίον όσων τυχαίνει να έχουν αντίθετη άποψη. Στη λιγότερο ακραία, αλλά πολύ πιο μαζική εκδοχή του, ο νεοελληνικός φανατισμός εκφράζεται μέσω των φαινομένων ανυπακοής στους νόμους. Ο λόγος της ανυπακοής δεν είναι φυσικά άλλος από το γεγονός ότι δεν σεβόμαστε την άποψη των άλλων, ακόμη και αν οι άλλοι είναι η συντριπτική πλειοψηφία των συμπολιτών μας. Οπότε, όταν η πλειοψηφία ψηφίζει έναν νόμο, δεν υπάρχει κανένας λόγος να τον τηρήσουμε.
Στον πυρήνα αυτού του τύπου σκέψης που ευδοκιμεί στη χώρα μας βρίσκεται μία βαθιά απέχθεια για τη δημοκρατία, ένας σωτηριολογικός και χιλιαστικός λόγος τόσο βαθιά ριζωμένος στην ελληνική κουλτούρα, που είναι μάλλον απίθανο να ξεριζωθεί.
Για παράδειγμα, για τον Μεσσία «γόνο καλής οικογενείας/τεχνοκράτη», οι μάζες στερούνται της μέσης νοημοσύνης που απαιτείται για να αντιληφθούν το συμφέρον τους. Άγονται και φέρονται από τα κατώτερα ένστικτά τους. Εξ ου και οι λύσεις πρέπει να τους επιβληθούν από πάνω, από την πεφωτισμένη δεσποτεία.
Για τον Μεσσία «αριστερό/επαναστάτη», οι «μάζες» επίσης στερούνται της μέσης νοημοσύνης που απαιτείται για να αντιληφθούν τα συμφέροντά τους. Καταναλώνουν αμάσητα όσα τους προσφέρουν τα «καθεστωτικά μίντια» και άγονται και φέρονται από τα κατώτερα ένστικτα της υπερκατανάλωσης. Εξ ου και οι λύσεις που απαιτούνται στα κοινωνικά προβλήματα θα πρέπει να τους επιβληθούν από μία πεφωτισμένη επαναστατική πρωτοπορία, είτε αυτή αποτελείται από τα μέλη της Κεντρικής Επιτροπής, είτε από οργανικούς διανοούμενους που γνωρίζουν δήθεν «όσα μας αποκρύπτονται», είτε ακόμη και από τους κουμπουροφόρους που γνώρισαν την επιφοίτηση, ως νέοι Μωάμεθ.
Κι αυτά είναι μόνο δύο παραδείγματα. Κοιτάξτε γύρω σας και σίγουρα θα συναντήσετε κι άλλα πολλά. Το αποτέλεσμα, όπως προείπα, είναι ακόμη και όσοι θέλουν να συζητήσουν, να μην μπορούν. Γιατί είναι διαφορετικό να σου λέει κάποιος ότι λες μπαρούφες και διαφορετικό να σου λέει ότι είσαι, για παράδειγμα, πράκτορας και πληρωμένος (χωρίς φυσικά να προσκομίζει κανένα τεκμήριο και ελπίζοντας μόνο ότι ρίχνοντας όλο και πιο περισσότερη λάσπη στον ανεμιστήρα, κάτι θα κολλήσει). Στην πρώτη περίπτωση, μπορείς να απαντήσεις επί της ουσίας, να πείσεις, ή ακόμη και να πειστείς από τα επιχειρήματα του άλλου. Στη δεύτερη, είναι σαν να προσπαθείς να αποδείξεις, ή να διαψεύσεις ότι υπάρχει ζωή στον πλανήτη Λαγό Β’, ελλείψει εμπειρικών στοιχείων. Ομοίως, όταν κάποιοι καταλογίζουν εγγενή ανικανότητα σκέψης στους συνομιλητές τους, είναι φυσικά αδύνατον να σεβαστούν τις απόψεις τους.
Υπάρχει κανένας που να υποστηρίζει ότι μπορεί να λειτουργήσει οποιουδήποτε τύπου δημοκρατικό πολίτευμα, σε μια τέτοια χώρα;
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο reporter.gr