Πολύ σύντομα το ρεπορτάζ μας από το Λονδίνο και τον “ληξίαρχο” του ελληνικού εφοπλισμού, καθηγητή Κώστα Γραμμένο, μας καθησύχασε: “Μήν ανησυχείτε, είναι πολύ μεγάλος εφοπλιστής, η περιουσία του ξεπερνάει τα 2 δισ Δολάρια, θα επενδύσει στην εφημερίδα”. Τότε ο Αλαφούζος ήταν εντελώς άγνωστος στον ελληνικό χώρο, το μόνο που ξέραμε ήταν πως παλιότερα ήταν μηχανικός Δημοσίων έργων που είχε αποκτήσει επαφές με τον Κωντσαντίνο Καραμανλή και είχε κατασκευάσει το καζίνο Μοντ Παρνές και οτι μετά αγόρασε καράβια. Μετά την περιπέτεια της Καθημερινής με τον Κοσκωτά, είχαμε όλοι οι εργαζόμενοι εκεί φοβηθεί για το μέλλον της εφημερίδας και το δικό μας.
Από την πρώτη ημέρα ο Αριστείδης Αλαφούζος εμφανίστηκε στη σύσκεψη της εφημερίδας, μαζί με τον νεώτερο γιό του Θεμιστοκλή (Θέμη) και έδειξε ξεκάθαρα οτι τον ενδιαφέρει η εφημερίδα.
Ιδιαίτερα ενδιαφερόταν για τα οικονομικά θέματα τα οποία και γνώριζε πολύ καλά και ήθελε να αναδείξει στην πρώτη σελίδα πιο συστηματικά.
Πολύ σύντομα καταλάβαμε οτι ο Α. Αλαφούζος θα παρενέβαινε στην λειτουργία αλλά και στην ιεραρχία της εφημερίδας, οτι δεν φοβόταν τις αλλαγές, οτι πίστευε στους νέους δημοσιογράφους και οτι είχε εξαιρετικά υψηλές απαιτήσεις.
Οι απαιτήσεις του αυτές τον οδήγησαν σε συχνές αλλαγές Διευθυντών και σε σημαντικές αλλαγές στο περιεχόμενο αλλά ακόμη και στον σχεδιασμό της εφημερίδας.
Καθημερινά επισκεπτόνταν την εφημερίδα το πρωί, αλλά και μετά το τέλος της δουλειάς του στην ναυτιλιακή του εταιρία Γλαύκη που βρισκόταν στο Σύνταγμα, ο δε Θέμης ήταν πάντα εκεί με μόνιμο γραφείο και είχε την δική του ατζέντα - ανεξάρτητη από αυτή του πατέρα του - για την εφημερίδα. Ο Αριστείδης ασχολιόταν με τα θέματα, με τη “γραμμή” της εφημερίδας, με τους δημοσιογράφους, ο Θέμης ασχολιόταν με την κυκλοφορία της εφημερίδας, τον σχεδιασμό της και τις εκδοτικές ιδέες που θα βελτίωναν την κυκλοφορία και τα έσοδα της.
Ο συνδυασμός των δυο τους είχε εμφανές, πολύ θετικό και άμεσο αποτέλεσμα.
Ο Αριστείδης απογείωσε το ρεπορτάζ, αναγκάζοντας την εφημερίδα (δηλαδή τους δημοσιογράφους) να φέρνουν περισσότερα αποκλειστικά ρεπορτάζ και τονώνοντας τον μεταξύ τους ανταγωνισμό. Κανείς δεν ήταν σίγουρος για το τι του ξημερώνει στην εφημερίδα, για το πώς ο Αριστείδης θα έκρινε τα κομμάτια - και το έκανε καθημερινά. Άλλαζε τόσο συχνά Διευθυντές που λέγαμε ότι έχει επηρεαστεί από τη Ναυτιλία και κάνει crew rotation. Υπήρχε ένα τραγούδι που λεγόταν I Don’t Like Mondays και αν το ήξερε θα ήταν το αγαπημένο του, διότι όλες οι αλλαγές γίνονταν Δευτέρα, αφού ο Αριστείδης μάλλον δεν άντεχε τις αργίες του Σαββατοκύριακου. Είχε τότε τον χρόνο να ασχοληθεί παραπάνω με την εφημερίδα, να δεί τι δεν του άρεσε και να το αλλάξει.
Ήταν άνθρωπος της δράσης και των γρήγορων αποφάσεων. Ενώ ήταν ιδιαιτέρως ευγενικός ήταν επίσης εμπαθής, εύρισκε “εχθρούς” μεταξύ των πολιτικών και τους καταδίωκε, αλλά εύρισκε και “φίλους” και τους προωθούσε κατά καιρούς. Η κόντρα του με τον Κωνσταντίνο Μητσοτάκη ήταν μακροχρόνια και σκληρή, το ίδιο και με τον Σωκράτη Κόκκαλη. Αντίθετα, συστηματικά υποστήριζε τον Στέφανο Μάνο και τον Μιλτιάδη Έβερτ. Οι “παλιοί” της Καθημερινής τα ζήσαμε αυτά και ξέρουμε λεπτομέρειες και παραλειπόμενα.
Το μεγάλο κυκλοφοριακό άλμα της Καθημερινής έγινε με τη δημιουργία του οικονομικού ενθέτου, χρώματος “ροζ” ή “σωμόν”, έτσι λέγαμε το χρώμα του χαρτιού των Financial Times και στη συνέχεια με τις μπλέ σελίδες των Μικρών Αγγελιών. Και οι δυο αυτές ήταν ιδέες του Θέμη Αλαφούζου, ήταν ιδέες που οι τότε Διευθυντές απέκρουσαν, αλλά ο Αριστείδης τις επέβαλε - και ορθώς.
Η Οικονομική Καθημερινή στην δημιουργία της οποίας είχα τη μεγάλη τιμή να συμμετέχω, ήταν με διαφορά το καλύτερο οικονομικό φύλλο που φτιάχτηκε στην Ελλάδα και απογείωσε την κυκλοφορία. Εκτός του ότι κάλυπτε εξαιρετικά καλά τα θέματα του οικονομικού ρεπορτάζ, δηλαδή όλων των παραγωγικών υπουργείων, είχε εμβαθύνει ιδιαιτέρως στο τραπεζικό και χρηματιστηριακό ρεπορτάζ και στα διεθνή οικονομικά. Όλα αυτά τα παρακολουθούσε και τα έκρινε καθημερινά ο Αριστείδης Αλαφούζος. Και όπως είχε προβλέψει ο Θέμης Αλαφούζος, το οικονομικό ένθετο είχε γίνει μόδα. Εκτός από τους τραπεζίτες, τους επιχειρηματίες και τους χρηματιστές, το κράταγαν και διάφοροι άσχετοι στα καφενεία για να φαίνεται οτι ασχολούνται με την οικονομία. Οι δε “μπλέ σελίδες” των μικρών αγγελιών πέτυχαν το αδιανόητο, πήραν ολόκληρη την αγορά μικρών αγγελιών από την εφημερίδα ΤΑ ΝΕΑ που την μονοπωλούσαν επί δεκαετίες.
Ανάλογη θετική επίπτωση είχαν στην Καθημερινή και άλλες εκδοτικές ιδέες του Θέμη που υποστήριξε ο Αριστείδης και λόγω των πολύ υψηλών απαιτήσεων του, τις χρηματοδότησε χωρίς φόβο ώστε να είναι εξαιρετικά υψηλού επιπέδου, όπως ήταν οι προσφορές σειρών CD με κλασσική μουσική σε παραγωγές της Deutsche Grammophon, υπερπολυτελείς εκδόσεις βιβλίων - τουριστικών οδηγών για όλο τον κόσμο ακόμη και ειδικές πολύ πρωτοποριακές εκδόσεις όπως “Η Οικονομία του θείου Σκρουτζ” που συδύαζε τα κόμικς της Ντίσνευ με τα οικονομικά θέματα επεξεργασμένα και απλουστευμένα για να τα κατανοήσουν ακόμη και οι πιο αμαθείς στα οικονομικά αναγνώστες. Σημαντική ήταν και η συμφωνία που έκλεισε η Καθημερινή με την International herald Tribune για την ελληνική της έκδοση.
Όλα αυτά μαζί, σε συνδυασμό με την καθημερινή παρέμβαση του Αριστείδη στα τρέχοντα ρεπορτάζ της εφημερίδας, απογείωσαν μια εφημερίδα ταλαιπωρημένη, μισοπεθαμένη και “ντεμοντέ” και την έκαναν τη σοβαρότερη εφημερίδα της εποχής της με πολλούς και φαντικούς αναγνώστες, μεγάλο μέρος των οποίων διατηρεί ακόμη και τώρα την εποχή της κρίσης του χαρτιού. Και όλα αυτά έγιναν με ένα “σφιχτό” σχετικά μάνατζμεντ που δεν φοβόταν τις επενδύσεις, αλλά απέφευγε τις σπατάλες.
Ο Αριστείδης Αλαφούζος λοιπόν, ο οποίος υποστήριξε και τον μεγαλύτερο γιό του τον Γιάννη στη δημιουργία και στην απογείωση της τηλεόρασης του Σκάι, κατάφερε να γίνει όχι μόνο ένας σημαντικός εκδότης, αλλά αυτό που μεταξύ μας οι δημοσιογράφοι λέμε, “παραδοσιακός εκδότης”. Με την έννοια οτι δεν ήταν ένας επιχειρηματίας που αγόρασε μια εφημερίδα για να προωθεί τα υπόλοιπα επιχειρηματικά του συμφέροντα κια για να παίρνει δημόσια έργα πιέζοντας τις κυβερνήσεις, αλλά ένας εκδότης που ενδιαφερόταν για τον Τύπο και επένδυε σε αυτόν. Σήμερα δεν ξεκινάει πια κανείς έτσι.
Ενώ ξεκίνησε ώς μηχανικός και συνέχισε ώς εφοπλιστής, η πολύ έντονη ενασχόληση του με τον Τύπο και η αγάπη του για την Καθημερινή, τον ανεβάζουν σε ένα εκδοτικό επίπεδο ανάλογο του Χρήστου Λαμπράκη και της Ελένης Βλάχου προσδίδοντας του τον τίτλο του “παραδοσιακού εκδότη”.
Το γιατί ο Αλαφούζος μπήκε στον Τύπο, αφού δεν είχε να υποστηρίξει άλλα επιχειρηματικά συμφέροντα του, όπως έκαναν και κάνουν πολύ σύγχρονοι εκδότες, δεν ήταν ποτέ ξεκάθαρο. Μάλλον όμως η απάντηση κρύβεται σε μια συζήτηση που είχε ο Αλαφούζος με τον Νίκο Νικολάου, τον οικονομικό δημοσιογράφο που είχε κάνει Διευθυντή της Καθημερινής ο Αλαφούζος λίγο καιρό μετά που την αγόρασε.
Λέει ο Νικολάου, οτι τον κάλεσε ο "Κύριος Αριστείδης" όπως τον λέγαμε όλοι μας σε ένα ταξίδι στη Γενεύη και καθώς περπατούσαν στη γέφυρα με τα συντριβάνια, του έδειχνε μια τράπεζα και του έλεγε, έδω έχω τόσα εκατομμύρια δολλάρια, μετά του έδειχνε ένα κτήριο και του έλεγε οτι αυτό είναι δικό μου, μετά του έδειχνε μια ασφαλιστική εταιρία και του έλεγε οτι εκεί έχει ασφαλίσει τόσα πλοία κλπ. Τον ρώτησε λοιπόν ο πονηρός Νικολάου: “Αφού κύριε Αριστείδη έχεις τόσα πολλά λεφτά, τι την ήθελες την Καθημερινούλα και μας βασανίζεις κάθε μέρα;” και ο Αλαφούζος του απήντησε: “Νίκο μου, αν δεν είχα πάρει την Καθημερινή, τι θα ήμουνα; Απλώς ένας ακόμη πλούσιος γέρος”.
Ο Αλαφούζος λοιπόν έφτιαξε την Καθημερινή και η Καθημερινή έδωσε λόγο ύπαρξης στον Αριστείδη Αλαφούζο.
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο reporter.gr