Η έλλειψη ρευστότητας δεν επιτρέπει στις επιχειρήσεις να πληρώσουν τις υποχρεώσεις τους προς προμηθευτές, τράπεζες, εργαζόμενους και δημόσιο, η αδυναμία τους αυτή γίνεται γνωστή στην αγορά απο στόμα σε στόμα, οι προμηθευτές σταματάνε να τις προμηθεύουν με πίστωση, οι τράπεζες απαιτούν τα δάνεια, οι εργαζόμενοι αναζητούν αλλού δουλειές, τελικά οι επιχειρήσεις καταρρέουν και πτωχεύουν. Αυτή κυρίως – και όχι μόνο η μείωση του τζίρου – είναι η βασική αιτία της πτώχευσης ακόμη και σε επιχειρήσεις που έχουν υγιή σχέση λειτουργικού κόστους και εσόδων.
Η κατάσταση αυτή πρέπει να ληφθεί υπόψη στο Υπουργείο Οικονομικών απο αυτούς που επεξεργάζονται τις νέες φορλογικές διατάξεις. Και οι αποφάσεις που θα πάρει το Υπουργείο πρέπει να αποσκοπούν στην διευκόλυνση των επιχειρήσεων, ώστε να μπορέσουν να καλύψουν τις υποχρεώσεις τους και να διατηρηθούν σε λειτουργία, να συνεχίσουν να απασχολούν εργαζόμενους και τελικά να πληρώσουν και τους φόρους τους.
Μέχρι σήμερα, η λογική του Υπουργείου ήταν κυρίως φορομπηχτική και επικοινωνιακή. Στιγμάτιζε ομάδες εργαζομένων ώς φοροφυγάδες και αύξανε τους φόρους με κινήσεις απελπισίας για να μαζέψει έσοδα. Δεν κατάφερε τίποτα ούτε με τον ένα τρόπο, ούτε με τον άλλο. Οι φοροφυγάδες συνέχισαν να φοροδιαφεύγουν, οι τυπικοί φορολογούμενοι επιβαρρύνθηκαν υπέρμετρα, αγανάκτησαν και τελικά πολλοί βρέθηκαν σε αδυναμία να πληρώσουν τις υποχρεώσεις τους έναντι όλων – και του κράτους.
Η πολιτική αυτή απέτυχε παταγωδώς, συνέβαλε αποφασιστικά στην ύφεση και στο κλείσιμο χιλιάδων επιχειρήσεων και φυσικά δεν έφερε τα πολυπόθητα έσοδα στο δημόσιο. Πολλοί το είχαν προβλέψει και επισημάνει, αλλά ο πείσμων υπουργός Οικονομικών ήθελε να βάλει το χέρι του στην πρίζα για να πειστεί οτι το ηλεκτρικό ρεύμα χτυπάει άσχημα. Τώρα ελπίζουμε να το κατάλαβε και να αλλάξει πολιτική.
Σε κάθε περίπτωση πάντως τα μέτρα που θα αποφασίσει η κυβέρνηση για τους φόρους πρέπει να αποσκοπούν στην διευκόλυνση της ρευστότητας των επιχειρήσεων. Δυο τέτοια μέτρα είναι η καταβολή σε δόσεις όχι μόνο των νέων αλλά και των παλιών συσσωρευμένων οφειλών απο ΦΠΑ και ο συμψηφισμός χρεών των επιχειρήσεων προς το δημόσιο με χρέη του δημοσίου προς τις επιχειρήσεις.
Αυτά τα δυο μέτρα θα διευκολύνουν σημαντικά τις πληρωμές. Πολλές είναι οι επιχειρήσεις που αδυνατούν να πληρώσουν τις υποχρεώσεις τους στο δημόσιο επειδή το δημόσιο δεν έχει πληρώσει αυτά που τους χρωστάει. Και ενώ τα χρέη των επιχειρήσεων προς το δημόσιο αυξάνονται ταχύτατα λόγω προστίμων καθυστέρησης, το δημόσιο δεν εξοφλεί τις δικές του επιχειρήσεις προς αυτές ώστε να πληρώσουν τους φόρους τους. Αποτέλεσμα είναι οι επιχειρήσεις να μην είναι φορολογικά ενήμερες, να μην μπορούν να εισπράξουν και τελικά να κλείνουν. Κάποια στιγμή λοιπόν πρέπει να επικρατήσει η λογική έναντι του παραλογισμού του δημοσίου.
Η ιστορία με τον ΦΠΑ είναι λίγο πιο περίπλοκη. Όλοι κραυγάζουν εν χορώ (υπο την μαεστρία του Υπουργείου Οικονομικών) οτι η μη απόδοση ΦΠΑ είναι ληστεία. Ασφαλώς, ουδείς έχει αντίρρηση, αρκεί να μιλάμε όμως πράγματι για μη απόδοση.
Στην Ελλάδα της μεταχρονολογημένης εννιάμηνης και δωδεκάμηνης επιταγής δεν μπορούμε να μιλάμε για μη απόδοση του ΦΠΑ, αφού πληρώνεται κατά κανόνα πριν ακόμη εισπραχθεί.
Το ζήτημα έχει συνήθως ώς εξής: Μια επιχείρηση τιμολογεί έναν πελάτη και εισπράτει μια μεταχρονολογημένη επιταγή, απο τρείς μήνες έως ένα χρόνο. Καλείται λοιπόν να πληρώσει τον ΦΠΑ επι του τιμολογίου που έκοψε, αλλά το οποίο δεν έχει εισπράξει και με πολύ καλή τύχη και μεγάλη υπομονή, ενδέχεται να εισπράξει στο μέλλον. Συνεπώς δεν μπορούμε να μιλάμε για μη απόδοση ενός φόρου που δεν έχει εισπραχθεί.
Συνήθως, οι σοβαρές επιχειρήσεις προσπαθούν αν βρούν ρευστότητα ώστε να προπληρώσουν στο δημόσιο τον ΦΠΑ που δεν έχουν εισπράξει. Και αυτό το κάνουν με δανεισμό απο τις τράπεζες ή με χρηματοδότηση απο τον ίδιο τον επιχειρηματία, αν είναι μικρού μεγέθους η επιχείρηση. Υπο τις σημερινές όμως συνθήκες, τραπεζική χρηματοδότηση δεν υπάρχει και οι μικροί επιχειρηματίες δεν έχουν χρήματα ούτε για να καλύψουν τις προσωπικές τους ανάγκες. Συνεπώς τα χρέη απο τον ΦΠΑ και τους άλλους φόρους συσσωρεύονται και αυξάνονται αλματωδώς με τα πρόστιμα της καθυστέρησης. Η εταιρία οδηγείται σε αδυναμία πληρωμής και σβήνει. Ποιός φταίει; Μήπως το υπουργείο Οικονομικών το οποίο ενώ γνωρίζει (υποτίθεται) την κατάσταση της αγοράς επιμένει να προεισπράττει τους φόρους; Σε πολύ μεγάλο βαθμό, ναι. Το υπουργείο είναι υπεύθυνο για τις πτωχεύσεις πολλών επιχειρήσεων.
Και αυτό πρέπει να αλλάξει. Διότι δεν επιτρέπεται, επειδή κάποιοι πράγματι δεν αποδίδουν ΦΠΑ που εισπράχθηκε, να οδηγούνται στην καταστροφή οι συνεπείς φορολογούμενοι.
Αυτά και άλλα πολλά μέτρα διευκόλυσνης της ρευστότητας των επιχειρήσεων πρέπει να λάβει τώρα το υπουργείο Οικονομικών προκειμένου να διασφαλίσει την επιβίωση των επιχειρήσεων και την είσπραξη των φορολογικών εσόδων, έστω και με δόσεις.
Εξάλλου, όπως φαίνεται απο τις εξελίξεις, ο στόχος της ανάπτυξης είναι ανέφικτος για φέτος, ίσως και για τα επόμενα χρόνια και η κυβέρνηση πρέπει να προσανατολιστεί περισσότερο στο να μειώσει τις επιπτώσεις της ύφεσης στην πραγματική οικονομία, δηλαδή να περιορίσει το ρυθμό κλεισίματος των επιχειρήσεων και απολύσεων των εργαζομένων. Και αυτό θα το πετύχει αν διευκολύνει τη ρευστότητα της οικονομίας.
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο reporter.gr