Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο reporter.gr

Η αρχική δέσμευση που ανέλαβαν με τα πλάνα αναδιάρθρωσης να μειώσουν την παρουσία τους εκτός Ελλάδος, έως και κατά το ένα τρίτο, μετά την ανακεφαλαιοποίηση και τα αναθεωρημένα restructuring plans, θα οδηγήσει τις ελληνικές τράπεζες σε πλήρη έξοδο από την άλλοτε ευρεία περιοχή επικυριαρχίας τους.
Ήδη η ΕΘΝΙΚΗ αποχώρησε από την αγορά της Τουρκίας με την πώληση της Finansbank, ενώ και στις αγορές των Βαλκανίων επίκειται σχεδόν μαζική έξοδος παρά το γεγονός ότι οι εκεί θυγατρικές των ελληνικών τραπεζών έχουν ανακτήσει την εμπιστοσύνη των καταθετών.
Μάλιστα, οι Έλληνες τραπεζίτες, πιέζουν τις τοπικές κεντρικές τράπεζες να άρουν το απαγορευτικό για τη μεταφορά ρευστότητας από τις θυγατρικές στις μητρικές στην Ελλάδα, κάτι που οι κεντρικοί τραπεζίτες αρνούνται όσο η αξιολόγηση του ελληνικού προγράμματος και η εμπιστοσύνη προς τη χώρα παραμένουν σε εκκρεμότητα.
Στα στενά περιθώρια δράσης, αλλά και χρόνου που διαθέτουν, οι ελληνικές τράπεζες στρέφονται το τελευταίο διάστημα περισσότερο η μία προς την άλλη, αν και πάλι όχι χωρίς επιφυλακτικότητα.
Γνωρίζοντας πολύ καλά τα προβλήματα των τοπικών αγορών και της κάθε τράπεζας ξεχωριστά, το γενικότερο δύσκολο οικονομικό κλίμα και το γεγονός ότι τους λείπει το κρίσιμο μέγεθος για να σταθούν με αξιώσεις στις αγορές αυτές, οι ελληνικές τράπεζες ωθούνται σε ολοένα και αμυντικότερη τακτική στα Βαλκάνια. Στο πλαίσιο αυτό, στελέχη με γνώση των τοπικών εξελίξεων δεν αποκλείουν και άλλες εξαγορές έναντι συμβολικού τιμήματος, όπως αυτή του περασμένου καλοκαιριού όταν η EUROBANK απέκτησε τη θυγατρική της ALPHA BANK στη Βουλγαρία.
Σύμφωνα με πληροφορίες, η νομική συγχώνευση των δύο οργανισμών ολοκληρώνεται στις αρχές Μαρτίου, ενώ στα τέλη Μαΐου θα είναι έτοιμη και η λειτουργική συγχώνευση. Με τη συναλλαγή αυτή, η Postbank (θυγατρική της Eurobank) καθίσταται η τέταρτη μεγαλύτερη τράπεζα στη Βουλγαρία με βάση τις καταθέσεις.
Τη στιγμή που η EUROBANK δυναμώνει την παρουσία της στη Βουλγαρία, βγαίνει εντελώς από άλλες αγορές. Σύμφωνα με τις πληροφορίες, η τράπεζα βρίσκεται κοντά στην πώληση της θυγατρικής της, Universal, στην Ουκρανία. Οι πληροφορίες κάνουν λόγο για προχωρημένο due diligence από πλευράς τράπεζας ρωσικών ενδιαφερόντων και δεν αποκλείεται η πώληση να καταλήξει σύντομα.
Σημειώνεται, πάντως, ότι το καλοκαίρι του 2014, η Eurobank είχε συμφωνήσει την πώληση της Universal στον ουκρανικό όμιλο Delta, αλλά η εκεί κεντρική τράπεζα δεν έδωσε τις τελικές εγκρίσεις για την ολοκλήρωση της συναλλαγής. Η Universal διαθέτει ενεργητικό 600 εκατ. ευρώ, δάνεια 400 εκατ. ευρώ και καταθέσεις 270 εκατ. ευρώ και δίκτυο 53 καταστημάτων.
Η διατήρηση παρουσίας σε δυναμικές αγορές όπως της Ρουμανίας και της Βουλγαρίας θα ήταν το ευκταίο για τις ελληνικές τράπεζες. Ωστόσο, ακόμα και για τις αγορές αυτές φαίνεται ότι θα απαιτηθούν ευρύτερες συμπράξεις για τη δημιουργία σχημάτων που θα μπορούσαν ενδεχομένως να πωληθούν αργότερα.
Σε κάθε περίπτωση, οι ελληνικές τράπεζες θα ζήσουν την «πτώση» μιας αυτοκρατορίας στην περιοχή της ΝΑ Ευρώπης, η οποία άρχισε να χτίζεται τη δεκαετία του 1990 και από τις αρχές του 2000 επεκτάθηκε επιθετικά στις τοπικές λιανικές αγορές. Το αποκορύφωμα της παρουσίας των ελληνικών τραπεζών ήταν τις χρονιές 2006 – 2009 όταν στις χώρες αυτές άνοιγαν κυριολεκτικά ένα καινούργιο κατάστημα ανά ημέρα!
Η επέκταση στις «νέες αγορές» κορυφώθηκε το 2006 με την εξαγορά 7 ξένων τραπεζών –σε Βουλγαρία, Ουκρανία, Ρουμανία, Σερβία και Τουρκία– οι οποίες διέθεταν δίκτυο 800 καταστημάτων και απασχολούσαν 13.890 εργαζομένους. Στο τέλος του 2007 οι ελληνικές τράπεζες βρέθηκαν να ελέγχουν τράπεζες σε 15 χώρες, έχοντας παρουσία σε μια αχανή περιοχή που οριοθετούνταν ανατολικά από την Ουκρανία και την Πολωνία, περιλάμβανε το σύνολο των χωρών της Βαλκανικής Χερσονήσου, την Τουρκία, με νοτιοανατολικό σύνορο την Αίγυπτο.
Διέθεταν εκτός Ελλάδος δίκτυο 3.500 καταστημάτων, απασχολούσαν πάνω από 42.000 εργαζομένους, ενώ το συνολικό ενεργητικό τους στο εξωτερικό ανερχόταν στα 90 δισ. ευρώ, δίνοντάς τους τον έλεγχο του 25% του ενεργητικού των ντόπιων αγορών.